καθησυχάζω

From LSJ
Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut.

   A καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.