παναίολος

From LSJ
Revision as of 01:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰναίολος Medium diacritics: παναίολος Low diacritics: παναίολος Capitals: ΠΑΝΑΙΟΛΟΣ
Transliteration A: panaíolos Transliteration B: panaiolos Transliteration C: panaiolos Beta Code: panai/olos

English (LSJ)

ον,

   A shot with many colours, glancing, ζωστήρ 4.186, 215, 10.77; θώρηξ 11.374; σάκος 13.552, Hes.Sc.139; star-spangled, π. οὐρανός Orph.H.4.7, Fr.238.    II metaph., manifold, βάγματα A.Pers.636 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 456] (vgl. αἰόλος), ganz schimmernd, bunt, od. leicht beweglich, leicht zu tragen; ζωστήρ, Il. 4, 188, öfter; auch σάκος, 13, 552; Hes. Sc. 139; sp. D., κρητήρ, Orph. Arg. 582; bei Aesch. sind τὰ παναίολ' αἰανῆ βάγματα sehr mannigfaltige, Pers. 627.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναίολος: -ον, ἐπίθ. τοῦ ζωστῆρος, Ἰλ. Δ. 186, 215., Κ. 77., Ν. 552· τοῦ θώρακος Λ. 374· τοῦ σάκεος, Ν. 552, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 139· - σημαίνει ἢ τὸν πολυποίκιλον καὶ ἀπαστράπτοντα (οὕτω, π. οὐρανὸς Ὀρφ. Ὕμν. 4. 7), ἢ τὸν ὅλως ἐλαφρόν, τὸν εὐκόλως κινούμενον, ἴδε ἐν λέξ. αἰόλος. ΙΙ. μεταφορ., πολυειδής, ποικίλος, βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 635.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de couleurs, de ciselures ou de broderies tout à fait variées;
2 fig. aux sons variés de toutes sortes en parl. de lamentations.
Étymologie: πᾶν, αἰόλος.

English (Autenrieth)

all-gleaming, glancing. (Il.)

Greek Monolingual

παναίολος, -ον (Α)
1. ολόλαμπρος με ποικίλα χρώματα
2. γεμάτος άστρα («παναίολος οὐρανός», Ορφ.)
3. πολυειδής, πολλαπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰόλος «ευμετάβολος»].

Greek Monotonic

πᾰναίολος: -ον, I. επίθ. για τον στρατό, είτε πολυποίκιλος, αστραφτερός ή αρκετά ελαφρύς, ευκίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., ποικίλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰναίολος: 1) переливающийся (сверкающий) разными цветами, переливчатый, многоцветный (ζωστήρ, θώρηξ Hom.; σάκος Hes.);
2) разнообразнейший, различнейший, всевозможный (βάγματα Aesch.).