προσάλλομαι

From LSJ
Revision as of 06:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάλλομαι Medium diacritics: προσάλλομαι Low diacritics: προσάλλομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: prosállomai Transliteration B: prosallomai Transliteration C: prosallomai Beta Code: prosa/llomai

English (LSJ)

   A jump up at, X.Cyr.8.4.20, Arist.HA612a11, Str. 16.4.19, Plu.2.977c; of a wind, Arist.Mu.395a7; π. τῷ στέρνῳ, of the heart, Ruf. Syn.Puls.3.6.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἅλλομαι), hinzu-, hinausspringen; Xen. Cyr. 8, 4, 20; Arist. H. A. 9, 6; Strab. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

προσάλλομαι: ἀποθετ., πηδῶ ἐπάνω εἴς τινα ὡς κύων, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20˙ πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 4, Πλούτ. 2. 977C· ἐπὶ ἀνέμου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 16.

French (Bailly abrégé)

f. προσαλοῦμαι, ao. προσηλάμην, etc.
sauter vers, sauter.
Étymologie: πρός, ἅλλομαι.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. πηδώ επάνω σε κάποιον
2. αναπηδώ για να φτάσω κάτι που βρίσκεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἅλλομαι «αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι»].

Greek Monotonic

προσάλλομαι: αποθ., πηδώ επάνω σε κάποιον, όπως ο σκύλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσάλλομαι: подскакивать, подпрыгивать (ὡς τὰ κυνάρια Xen.; πρὸς τὸ δένδρον Arst.): πνεῦμα προσαλλόμενον Arst. порыв ветра.