λαιός
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
(A), ὁ, a kind of thrush, prob. the
A blue thrush, Petrocichla cyanus, Arist.HA617a15, Ant.Lib.19.3.
λαιός (B), ά, όν,
A left, λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε (sc. χειρί) Tyrt.15.3; λαιᾶς χειρός on the left hand, A.Pr.714; πρὸς λαιᾷ χερί E.HF159; λαιοῖσι on the left, Parm.17; ἐπὶ λαιὰ κεκλιμένον Arat.160, cf. Heliod. ap.Stob.4.36.8; οἱ τὸ λ. ἔχοντες (sc. μέρος) D.S.13.99; ἐς λαιὰν ἐσιόντων χῆρα (Dor.) IG14.1721.3; τῇ λαιᾷ τοῦ δεξιοῦ λαβόμενος κέρως Philostr.Jun.Im.4. (Poet., but not in Hom., who uses ἀριστερός: also in later Prose, τὰ διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί Prov. ap.Plb.38.10.9, cf. Jul.Or.2.57d, etc.) (Orig. λαιϝός, cf. Lat.laevus, Slav. lèv[ucaron]: in Hsch. we have λαίβα, i.e. λαίϝα, = ἀσπίς, because borne on the left arm; cf. λαῖφα, λαῖτα, λαφός.)
German (Pape)
[Seite 7] laevus, links, λαιᾶς δὲ χειρός, linker Hand, Aesch. Prom. 716; λαιᾷ χερί, Eur. Herc. Fur. 159; κέρας, Suppl. 705; sp. D. In Prosa erst bei Sp., wie Hdn. 4, 2, 5. Vgl. ἀριστερός u. εὐώνυμος.
Greek (Liddell-Scott)
λαιός: ὁ, εἶδος κίχλης, ἴσως ἡ Turdus torquatus, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 19, Ἀντ. Λιβερ. 19.
French (Bailly abrégé)
1ά, όν :
gauche, situé à gauche.
Étymologie: p. λαιϜός, cf. lat. laevus.
2οῦ (ὁ) :
grive oiseau, ou sorte de merle vivant dans les pierres.
Étymologie: λᾶας.
Greek Monolingual
(I)
λαιός, ὁ (Α)
το πουλί πετροκότσυφας («τούτων ὅμοιος τῷ μέλανι κοττύφῳ ἐστὶ λαιός», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. λᾶας «λίθος», πρβλ. πετρο-κόσσυφος.———————— (II)
λαιός, -ά, -όν (Α)
αριστερός, ζερβός («τὰ. διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί» — όσα δίνεις με το δεξί να τά παίρνεις με το αριστερό χέρι, Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. lai-fos ανάγεται στην ΙΕ ρίζα lai-wo- «αριστερός» και συνδέεται με λατ. laevus «αριστερός», αρχ. σλαβ. lěvŭ, ρωσ. levyj].
Greek Monotonic
λαιός: -ά, -όν, Λατ. laevus, αριστερός, λαῖας χειρός, στο αριστερό χέρι, σε Αισχύλ.· πρὸς λαιᾷ χερί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λαιός: (= ἀριστερὁς и εὐώνυμος) левый (χείρ Aesch.; κερας Eur.).
I ὁ Arst. v. l. = λάϊος.