Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀΐτας

From LSJ
Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐτας Medium diacritics: ἀΐτας Low diacritics: αΐτας Capitals: ΑΪΤΑΣ
Transliteration A: aḯtas Transliteration B: aitas Transliteration C: aitas Beta Code: a)i/+tas

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Dor. word for

   A a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).

French (Bailly abrégé)

gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.

Greek Monolingual

ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)
(λέξη της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)
1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)
2. (γενικά) εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < ἐνηής «ήπιος, ευμενής» (από ἦος, το < (F)ος
ήτοι ἀίτας < α(F)-ίτᾶς) ή < ἀίω «ακούω»].

Greek Monotonic

ἀΐτας: [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. λέξη που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Θεόκρ.· γενικά, ο εραστής, σε Ανθ.