ζέφυρος

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 zéphyr, vent d’ouest ; d’ord. vent violent ou pluvieux ; qqf brise agréable;
2 le Zéphyr personnifié.
Étymologie: cf. ζόφος.

English (Autenrieth)

(ζόφος): the west wind, rough and violent, Od. 5.295, Od. 12.289, 408; and the swiftest of the winds, Il. 19.415; bringing snow and rain, Od. 19.202, Od. 14.458; only in fable-land soft and balmy, Od. 7.119, Od. 4.567; personified, Il. 16.150, Il. 23.200.

Greek Monolingual

ο (AM ζέφυρος)
ο άνεμος που πνέει από δυτικά, ο δυτικός άνεμος
αρχ.
1. ο βορειοδυτικός άνεμος («Βορρῆς καὶ Ζέφυρος, τῷ τε Θρῂκηθεν ἄητον», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) κάθε άνεμος που πνέει από το βόρειο ημισφαίριο
3. ο νοτιοδυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οπωσδήποτε η λέξη συνδέεται με το ζόφος, ενώ το -υ- οδηγεί στην υπόθεση ενός ουδ. ζέφος].

Russian (Dvoretsky)

ζέφῠρος: ὁ (часто с прописн. Z) (лат. Favonius) зефир, западный или северо-западный ветер (δυσαής, αἰὲν ἔφυδρος Hom.; ψυχρός, но тж. εὐδιεινὸς καὶ ἥδιστος и καυματώδης Arst.): Βορέης καὶ Ζ., τῶτε Θρῄκηθεν ἄητον Hom. Борей и Зефир, оба дующие из Фракии.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζέφυρος of Ζέφυρος -ου, ὁ [~ ζόφος] westelijke wind; vaak gepersonifieerd Zefyrus.