μῆον
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ου, τό,
A bald money, spignel, Meum athamanticum, Dsc.1.3, Plin.HN20.253; μ. Κρητικόν Zopyr. ap. Gal.14.150, cf. μεῖον (C).
German (Pape)
[Seite 175] τό, ein doldentragendes Kraut, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μῆον: -ου, τό, φυτόν τι εὐῶδες, Meum Athamanticum, Διοσκ. 1. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte d’athamante, plante ombellifère.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και μέον, το (Α μῆον και μεῑον)
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας τών σκιαδανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα mei- της λ. μείων ή, κατ' άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα mēi- «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»].