συνθνῄσκω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
fut.
A -θᾰνοῦμαι A.Ag.1139, Ch.979:—die with or together, A. ll.cc., S.Tr.720, etc.: c. dat., θανόντι συνθανεῖν ib.798, Fr.953. 2 of things, συνθνῄσκουσα δὲ σποδός expiring with (the flames), A.Ag. 819; οὐ γὰρ ηὑσέβεια (cj. for ἡ γὰρ εὐσέβεια) σ. βροτοῖς S.Ph.1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.Ra.868; cf. συναποθνῄσκω.
French (Bailly abrégé)
mourir ensemble ou avec, τινι ; en parl. de choses : cendre enflammée qui s’éteint avec la flamme ; piété qui meurt avec les hommes, càd les accompagne jusque dans la mort, etc.
Étymologie: σύν, θνῄσκω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., θανόντι συνθανεῖν, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα σποδός, αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει ακόμη και στον θάνατό τους, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θνῄσκω samen (met...) sterven, met dat.: οὐ... εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς vroomheid sterft niet samen met de mensen Soph. Ph. 1443.
Russian (Dvoretsky)
συνθνῄσκω: 1) умирать вместе (τινί Arph., Luc.): ἡ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. благочестие умирает вместе с людьми, т. е. сопровождает их до самой могилы;
2) дотлевать, угасать (συνθνῄσκουσα σποδός Aesch.).