στρατήγιον
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
(in codd. sts. -εῖον, as D.L.1.50), τό,
A general's tent, S. Aj.721. 2 at Athens, the place where the στρατηγοί held their sittings, Aeschin.2.85, 3.146, D.42.14, IG22.500.39, prob. in 12.77.19, 22.1479.66, cf. Plu.Per.37, Id.2.519b, D.L.1.50. 3 in Egypt, business-office of the στρατηγός, PPetr.2p.26 (iii B.C.). 4 = Lat. praetorium, Ph.Bel.102.5, Plb 6.31.1, D.H.5.28, 9.6, Plu.2.813e, D.C.53.16. 5 camp, Suid. (citing S. l.c.).
German (Pape)
[Seite 951] τό, = στρατηγεῖον; Soph. Ai. 708; Pol. 6, 31, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτήγιον: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε -εῖον), τό, ἡ σκηνὴ τοῦ στρατηγοῦ, Λατιν. praetorium, Σοφ. Αἴ. 721, Δημ. 1043. 11. 2) ἐν Ἀθήναις, ὁ τόπος ἔνθα συνηδρίαζον οἱ στρατηγοί, Αἰσχίν. 39. 24., 74. 21, Πλουτ. Περικλ. 37, κλ. 3) στρατόπεδον, Βυζ. (οὕτω δὲ ἐκλαμβάνουσί τινες τὴν λέξιν καὶ ἐν τῷ προμνησθέντι χωρίῳ τοῦ Σοφοκλ.), Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 tente du général;
2 local d’Athènes où les stratèges tenaient leurs séances.
Étymologie: στρατηγός.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. στρατηγείο.
Greek Monotonic
στρᾰτήγιον: τό,
1. σκηνή στρατηγού, Λατ. praetorium, σε Σοφ., Δημ.
2. στην Αθήνα, τόπος όπου συνεδρίαζαν στρατηγοί, σε Αισχίν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατήγιον -ου, τό [στρατηγός] veldheerstent.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτήγιον: τό1) палатка полководца Soph., Dem.;
2) (в Афинах) стратегий (место совещаний стратегов) Aeschin., Plut.