βῖκος

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῖκος Medium diacritics: βῖκος Low diacritics: βίκος Capitals: ΒΙΚΟΣ
Transliteration A: bîkos Transliteration B: bikos Transliteration C: vikos Beta Code: bi=kos

English (LSJ)

ὁ,

   A jar or cask, Hdt.1.194, X.An.1.9.25, PHal.7.5 (iii B. C.), PHib.1.49 (iii B. C.), LXX Je.19.1, etc.    2 drinking-bowl, Pollux Par. ap. Ath.11.784d.    3 a measure, BGU112.15 (i A. D.), PTeb. 472 (ii A. D.). [ῑ, v. Ephipp.8.2, Archestr.Fr.38.2.]

German (Pape)

[Seite 445] ὁ (orient. Wort), ein irdenes Gefäß, nach Hesych. στάμνος ὦτα ἔχων; vgl. Pol. 6, 14, wo es unter den Wein-, 7, 162, wo es unter irdenen Gefäßen aufgeführt wird; bes. zu Wein, Her. 1, 194; Xen. An. 1, 9, 25 u. Sp.; Ath. XI, 784 d erkl. φιαλῶδες ποτήριον. Die Länge des ι wird bewiesen durch Archestrat. bei Ath. III, 116 f. wo es ein Gefäß für eingesalzene Fische ist, wie Luc. D. Mer. 14 zu Feigen.

Greek (Liddell-Scott)

βῖκος: ὁ, λέξις ἀνατολική, πίθοςἀμφορεύς, πρὸς ὑποδοχὴν οἴνου, Ἡρόδ. 1. 194, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 25· – ὡσαύτως, ποτήριον φιαλῶδες ἢ πινακοειδές, Ἀθήν. 784D. [Περὶ τῆς ποσότητος τοῦ ι, ἴδε Ἔφιππ. Ἐφηβ. 1, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 116F].

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
amphore pour le vin.
Étymologie: origine sémitique.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. βεῖκ-
lat. uicus, barrio, IUrb.Rom.1659.2.
-ου, ὁ

• Grafía: graf. βεῖκ- ISmyrna 204.11 (II d.C.)
1 jarra, ánfora Hippon.16, βίκους φοινικηίους κατάγουσι οἴνου πλέους Hdt.1.194, cf. Ephipp.8, X.An.1.9.25, ἐν βίκοισι ταριχεύεσθαι ἔμελλεν Archestr.SHell.169, φοίνικας ... ἐμβαλὼν εἰς βίκους PHal.7.5 (III a.C.), PHib.49.8 (III a.C.), β. ἐσφρ(αγισμένος) ῥητίνης PGrenf.1.14.4 (II a.C.), ἰσχάδων β. Luc.DMeretr.14.2, βῖκον πεπλασμένον ὀστράκινον LXX Ie.19.1, cf. Sud. (l. βίκος)
alambique β. ὑέλινος Zos.Alch.224.5.
2 medida de superficie de extensión desconocida ὠνήσασθαι ... ψιλοὺς τόπους ... βίκων τεσσάρων POxy.3334.8 (I d.C.), cf. BGU 112.15 (I d.C.), PTeb.472 (II d.C.).
3 dud., quizá el mercado de las ánforas o jarras οἱ φορτηγοὶ οἱ περὶ τὸν βεῖκον ISmyrna l.c. (aunque cf. 3 βῖκος).

• Etimología: Quizá rel. c. egip. b’,k.t ‘vaso’ de aceite usado como medida.
-ου, ὁ bot., otro n. de ἄρακος arveja, Vicia sativa περὶ ἀφάκης καὶ βίκου Gal.6.550, φακὸς καὶ β. Orib.3.9.2, cf. Gal.6.551, Eust.538.22, Sud. (acento βίκ-).

Greek Monolingual

(I)
βῑκος, ο (Α)
1. κανάτα
2. μικρό πιθάρι
3. κούπα για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.. Κατά μία άποψη ο όρος βίκος είναι λ. αιγυπτιακή (πρβλ. αιγυπτ. b·k·t «δοχείο λαδιού που χρησίμευε ως μέτρο»), ενώ κατ' άλλους, είναι δάνειο σημιτικής προέλευσης (πρβλ. αραμαϊκό bq «στάμνα»). Πρόκειται για λ. ιωνική, που απαντά αρχικά στον Ιππώνακτα, όπου δηλώνει «μεγάλο δοχείο για κρασί και προμήθειες», ενώ στον Ηρόδοτο και στον Ξενοφώντα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει «δοχείο του κρασιού» των Ανατολικών λαών. Τέλος, ο Αθήναιος με τη λ. βίκος χαρακτηρίζει «κούπα για κρασί» η οποία ήταν σε χρήση στην Αίγυπτο].———————— (II)
ο (Α βικίον, το και βικία, η)
το φυτό vicia sativa, κατάλληλο για κτηνοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βικία είναι δάνεια λ. < λατ. vicia «είδος κυάμου, κοιν. κουκί», το δε νεοελλ. αρσ. βίκος < μτγν. αμάρτ. βίκος, στο οποίο ανάγεται το επίσης μτγν. βικίον.

Greek Monotonic

βῖκος: ὁ, ανατολική λέξη για δοχείο κρασιού, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

βῖκος: ὁ глиняный сосуд (графин или кувшин) Her., Xen., Polyb., Plut., Luc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: vase with handles, also a measure (Hdt.; s. Solmsen Wortforsch. 65 w. n. 2; also Hippon., fr. 142 Masson).
Derivatives: Demin. βικίον (Pap.), βικίδιον Suid.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably] Eg.?, Sem.?
Etymology: Has been considered Egyptian; cf. Eg. bʕk.t oil flask, used as measure (Hemmerdinger, Glotta 46, 1968, 241). E. Masson Recherches 78ff. considers Semitic origin. Not with Fur. 294 to Lat. fiscus. Not to βαυκάλιον.