ναύφθορος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A shipwrecked, ν. στολή, πέπλοι, the garb of shipwrecked men, E.Hel.1382, 1539.
Greek (Liddell-Scott)
ναύφθορος: -ον, ὁ ναυαγήσας, ν. στολή, ἔνδυμα ναυαγοῦ, Εὐρ. Ἑλ. 1382· ναυφθόροις ἠσθημένοι πέπλοισιν αὐτόθι 1539.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de naufragé.
Étymologie: ναῦς, φθείρω.
Greek Monolingual
-ο (Α ναύφθορος, -ον)
αυτός που ναυάγησε, ναυαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -φθόρος (< φθείρω)].
Greek Monotonic
ναύφθορος: -ον (φθείρω), ναυαγισμένος· ναύφθορος στολή, πέπλοι, ενδύματα ναυαγών, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναύφθορος: пострадавший от кораблекрушения (στολή Eur.): ναύφθοροι πέπλοι Eur. лохмотья потерпевших кораблекрушение.