ἐπάρδω

From LSJ
Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάρδω Medium diacritics: ἐπάρδω Low diacritics: επάρδω Capitals: ΕΠΑΡΔΩ
Transliteration A: epárdō Transliteration B: epardō Transliteration C: epardo Beta Code: e)pa/rdw

English (LSJ)

   A irrigate, Arr.An.4.6.5: metaph., ἐ. ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc.Am.45, cf. LXX 4 Ma.1.29, Plot.6.7.33; ὁ δικαστὴς τὰ δίκαια ἐ. τοῖς ἐντευξομένοις Ph.2.345; Ἀττικὰ ἐ. τὰ νάματα [τῇ ψυχῇ] Him.Ecl.32.6:—Pass., J.BJ4.8.3; of the body by nourishment, Ti.Locr.102b.

German (Pape)

[Seite 904] bewässern, benetzen, Tim. Locr. 102 b; Arr. An. 4, 6, 11 ὁ ποταμὸς τὴν χώραν; übertr., ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc. Gymn. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάρδω: ἀρδεύω, ποτίζω, Ἀρρ. Ἀν. 4. 6, 11· μεταφ., ἐπάρδειν ἀρεταῖς τὴν ψυχὴν Λουκ. Ἀνάχ. 26· ἐν τῷ Παθ., Τίμ. Λοκρ. 102Β.

French (Bailly abrégé)

prés.
arroser.
Étymologie: ἐπί, ἄρδω.

Greek Monolingual

ἐπάρδω (AM) και ἐπαρδῶ (Μ)
αρδεύω, ποτίζω («τὴν χώραν ὅσην ὁ ποταμὸς ὁ Πολυτίμητος ἐπάρδων ἐπέρχεται», Αρρ.)
και μτφ. «τοιαύταις ἀρεταῑς ἁπαλὴν ἔτι τὴν ψυχὴν ἐπάρδων» (Λουκιαν.)
μσν.
μτφ. ξεδιψώ, ξεδιψάζω
αρχ.
(για το σώμα) τρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρδω (παράλληλος τ. του αρδεύω) «ποτίζω»].

Greek Monotonic

ἐπάρδω: μέλ. -σω, αρδεύω, ποτίζω, τονώνω, αναζωγονώ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάρδω: 1) орошать Plat.;
2) перен. оживлять, оплодотворять (ἀρεταῖς τὴν ψυχήν Luc.).