ἀνακλώθω
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
of the Fates,
A undo the thread of one's life, change one's destiny, Luc.Hist.Conscr.38; Μοιρῶν νῆμ' ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] IG 14.1188.
German (Pape)
[Seite 192] zurückspinnen, von den Parzen, d. h. das Schicksal ändern. Luc. Iup. conf. 7, neben ἀλλάττειν, Quom. hist. 38 neben μετατρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλώθω: ἐπὶ τῶν Μοιρῶν, κλώθω ἐκ νέου τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τινος, μεταβάλλω τὴν τύχην του, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38· Μοιρῶν νῆμ’ ἀνέκλωσαν [αἱ Μοῦσαι] Συλλογ. Ἐπιγρ. 6092.
French (Bailly abrégé)
dévider à rebours, càd changer la destinée de qqn.
Étymologie: ἀνά, κλώθω.
Spanish (DGE)
volver a hilar, e.e., cambiar el destino de τὰ πραχθέντα Luc.Hist.Cons.38, cf. IConf.7, IG 14.1188.11 (Roma), Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1400C.
Greek Monolingual
(Α ἀνακλώθω)
νεοελλ.
κλώθω εκ νέου, ξανακλώθω
αρχ.
(για τις Μοίρες) ξετυλίγω το νήμα της ζωής κάποιου, μεταβάλλω την τύχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κλώθω.
Greek Monotonic
ἀνακλώθω: μέλ. -σω, λέγεται για τις Μοίρες, αλλάζω το νήμα της ζωής κάποιου, αλλάζω τη μοίρα του, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακλώθω: (о Мойрах) досл. прясть обратно, перен. переделывать, изменять судьбу (ἀλλάττειν τι καὶ ἀ. Luc.).