ἔνυδρις
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ἡ, gen. ιος, Hdt.: ἐνυδρίς, ίδος, Arist.HA594b31:—
A otter, Lutra vulgaris, Hdt.2.72, 4.109, Arist. l.c. II water-snake, Enhydris, Plin.HN32.82.
German (Pape)
[Seite 860] ιος, Her. 2, 72. 4, 109, od. ἐνυδρίς, ίδος, ἡ, Fischotter, Arist. H. A. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνυδρις: ἡ, γεν. -ιος, Ἡρόδ. 4. 109· ἐνυδρίς, ίδος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 7 κἑξ.: ― «ζῷον ποτάμιον ἀμφίβιον ὅμοιον κάστορι» (Ἡσύχ.), κοινῶς «βύδρα», Lutra vulgaris, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 2. 72, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ὕδρος, «νεροφῖδα», Λατ. enhydris, Πλίν. Η. Ν. 32. 7.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
loutre, animal.
Étymologie: ἐν, ὕδωρ.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Alolema(s): acent. -δρίς Arist.HA 594b31, 32
• Morfología: [ac. plu. ἐνύδριας Ar.Ach.880]
zool.
1 nutria, Lutra lutra (L.), Hecat.324b, Hdt.4.109, Arist.ll.cc., Ar.l.c., Medic.Fr.Pap. en PRyl.531.re.2.12, SEG 45.1452h (Palestrina II a.C.), Ael.NA 11.37, Ath.353f.
2 serpiente de agua, prob. Natrix natrix (L.) o N. tessellata (Laurenti) enhydris vocatur Graecis colubra in aqua vivens Plin.HN 32.82, cf. Corp.Herm.Fr.25.6.
Greek Monolingual
ἔνυδρις και ἐνυδρίς, η (AM)
1. υδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό, κν. βίδρα ή φώκια της θάλασσας
2. νεροφίδα.
Greek Monotonic
ἔνυδρις: ἡ, γεν. -ιος (ὕδωρ), νερόφιδο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνυδρις: ιος ἡ Her. = ἐνυδρίς.