Ἐνυάλιος

From LSJ
Revision as of 00:51, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἐνυάλιος Medium diacritics: Ἐνυάλιος Low diacritics: Ενυάλιος Capitals: ΕΝΥΑΛΙΟΣ
Transliteration A: Enyálios Transliteration B: Enyalios Transliteration C: Enyalios Beta Code: *)enua/lios

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A the Warlike, in Il. as epith. of the War-god, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος 17.211, 20.69: written Ἐνοιάλιος IG4.717 (Hermione), Ἐνυιάλιος JRS15.254 (Antioch. Pisid.): abs., as his name, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ Il.2.651, 7.166, cf. Archil.1, S.Aj. 179(lyr.), E.Andr.1015 (lyr.), Aen.Tact.24.2; ξυνὸς Ἐ. Il.18.309: in later authors, distinct from Ares, Ar.Pax457, cf. Alcm.104; object of a special cult, SIG1014.34 (Erythrae), cf. Plu.Sol.9, etc.; Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, X.An.1.8.18, 5.2.14: Ἐνυάλιον, τό, temple of Ἐνυάλιος, Th.4.67.    2 battle, κοινὸν Ἐ. μαρναμένους E.Ph.1572 (anap.); ὁ Ἐ. the battle-cry, Hld.4.17; also τὸν Ἐ. παιᾶνα τῶν στρατοπέδων ἐπαλαλαζόντων Jul.Or.1.36b.    3 = Lat. Quirinus, Plb.3.25.6, D.H.2.48: hence ὁ Ἐ. λόφος, = Collis Quirinalis, Id.9.60.    II after Hom. generally (in Opp.C.2.58, ίη, ιον), warlike, furious, ἰωχμός Theoc.25.279; ἀϋταί Opp.l.c.; epith. of Dionysus, Lyr.Adesp.108. [ῠ Lyr.Adesp. l.c.; elsewh. ῡ, prob. metri gr.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἐνῡάλιος: ᾰ, ὁ, πολεμικός, φονικός, παρ’ Ὁμ. ἅπαξ ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ἄρεως, Ἄρης δεινὸς Ἐνυάλιος Ἰλ. Ρ. 210, ἀλλαχοῦ ὡς οὐσιαστ. τὸ ὄνομα αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, ἀτάλαντος Ἐνυαλίῳ ἀνδρειφόντῃ (ἔνθα τὸ -υα- ἀναγινώσκεται κατὰ συνίζησιν) Β. 651, Η. 166, Υ. 69, κτλ., οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 179 καὶ Εὐρ. ἐν Ἀνδρ. 1016· ξυνὸς Ἐν., ἴδε ἐν λ. ξυνός· ἀλλ’ ἀκολούθως, διάφορος τοῦ Ἄρεως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 456, πρβλ. Ἀλκμᾶνα παρὰ τῷ Σχολιαστῇ αὐτόθι, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴαντα ἔνθ’ ἀνωτ. - Ἔναρξις μάχης ἐγίνετο δι’ ἀλαλαγμοῦ πρὸς τὸν Ἐνυάλιον, Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν, ἀλαλάζειν, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18., 5. 2, 14: ― ἐντεῦθεν τὸ ἐνυάλιος κεῖται παρ’ Εὐρ. ἐν Φοιν. 1572 ἀντὶ τῆς λέξεως μάχη, κοινὸν ἐνυάλιον... μαρναμένους· ― ὁ ἐνυάλιος, πολεμικὴ κραυγή, Ἡλιοδ. 4. 27. Πρβλ. Ἐνυώ. 2) παρὰ Ρωμαίοις = Quirinus, Κυρῖνος, Πολύβ. 3. 25, 6, Διον. Ἁλ. 2. 48: ― ἐντεῦθεν τὸ ὁ Ἐν. λόφος = Collis Quirinalis, Κυρίνιος, Διον. Ἁλ. 9. 60. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον καθόλου (ἐν Ὀππ. Κυν. 2. 58, -ίη, ον), πολεμικός, μανιώδης, ἰωχμὸς Θεόκρ. 25. 279· ἀϋταὶ Ὀπ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Ényalios, surn. d’Arès : τῷ Ἐνυαλίῳ ἐλελίζειν ou ἀλαλάζειν XÉN pousser le cri de guerre en l’honneur d’Ényalios.
Étymologie: Ἐνυώ.

English (Slater)

Ἐνῡᾰλιος Wargod, Ares.
   a Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) ἐν δ' ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς ἀμπνέων πῦρ κεκίνη[ται τό τ] Ἐνυαλίου ἔγχος Δ. 2. 1. χαλκοθώρ]ακος Ἐνυαλίου []ἔκπαγλον υἱον[ fr. 169. 12. Ἐν]υαλίου[ P. Oxy. 1792. fr. 34.
   b war οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου (N. 9.37) “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” (I. 6.54)

Greek Monotonic

Ἐνῡάλιος: [ᾰ], ὁ,
I. 1. ο Πολεμοχαρής, επίθ. του Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.
2. ως προσηγορικό όνομα, πόλεμος, μάχη, σε Ευρ.
II. ως επίθ., πολεμικός, μαινόμενος, βίαιος, έξαλλος, άγριος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

Ἐνῡάλιος:Ἐνυώ Эниалий, «Воинственный» (эпитет Арея) Hom., Hes., Soph., Eur., Arph.: τῷ Ἐνυαλίῳ ἀλαλάζειν или ἐλελίζειν Xen. издавать боевой клич в честь Эниалия.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: old god of war, connected with the cry ἐλελεῦ and identified with Ares (Il.).
Other forms: Myc. E-nu-wa-ri-jo ἘνυϜαλιος Argos VIIa; )
Derivatives: Ἐνυαλία name of a phyle in Mantinea (IG 5 (2), 271); Ἐνυάλιον name of a temple on the island of Minoa (Th. 4, 67). - Further Ἐνυώ f. name of a war-goddess (short name?; Il.), and Ἐνυεύς king in Skyros (Ι 668; cf. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 125).
Etymology: Pre-Greek name with unclear formation and unknown etymology. Wrong Carnoy Beitr. z. Namenforschung 7, 119f. - On Enyalios s. Nilsson Gr. Rel. 1, 519.