γλάμων

From LSJ
Revision as of 00:44, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάμων Medium diacritics: γλάμων Low diacritics: γλάμων Capitals: ΓΛΑΜΩΝ
Transliteration A: glámōn Transliteration B: glamōn Transliteration C: glamon Beta Code: gla/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.

Greek Monolingual

γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

γλάμων: [ᾰ], -ον, ο «τσιμπλιάρης», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γλάμων: ωνος (ᾰ) adj. с гноящимися глазами Arph., Lys.

Frisk Etymological English

-ωνος
Grammatical information: adj.
Meaning: blear-eyed (Com.)
Other forms: Same meaning γλαμυρός (Hp.). From γλάμος μύξα H. after -υρός (φλεγυρός, Chantr. 231). Denomin. γλαμάω (Poll.) = λημιάω (which LSJ does not give), γλάμυξος = γλαμυρός with γλαμυξιάω (EM), for γλα[μο]-μυξος? - γλημώδης = γλαμυρός (Gal.) after λημώδης?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Very doubtful is the comparison with Lith. glẽmės, gléimės pl. slime (not here Eng. clammy be sticky); and Alb. ngĺomë humid, fresh (Pok. 361). The word may be Pre-Greek. - From Greek Lat. glamae = gramiae viscous humour that collects in the corners of the eyes.