διασκηρίπτω
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
A prop on each side, prop up, AP6.203 (Laco or Phil.).
German (Pape)
[Seite 602] stützen, Philp. 9 (VI, 203).
Greek (Liddell-Scott)
διασκηρίπτω: ἑκατέρωθεν στηρίζω, ὑποστηρίζω, Ἀνθ. Π. 6. 203.
French (Bailly abrégé)
étayer.
Étymologie: διά, σκηρίπτω.
Spanish (DGE)
sostener, servir de apoyo τό (δρυὸς ξύλον) μιν διεσκήριπτε τὴν τετρωμένην AP 6.203 (Laco o Phil.), cf. Sud.s.u. διεσκήριπτεν.
Greek Monotonic
διασκηρίπτω: στηρίζω εκατέρωθεν, υποστηρίζω, υποστηλώνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
διασκηρίπτω: подпирать, поддерживать (τινὰ τετρωμένον Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκηρίπτω ondersteunen.