κάταντα

From LSJ
Revision as of 22:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάταντα Medium diacritics: κάταντα Low diacritics: κάταντα Capitals: ΚΑΤΑΝΤΑ
Transliteration A: kátanta Transliteration B: katanta Transliteration C: katanta Beta Code: ka/tanta

English (LSJ)

Adv.

   A downhill, πολλὰ δ' ἄναντα κ. πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, cf. Luc.Merc.Cond.26: c. gen., below, prob. in PFlor.370.7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1366] adv. zu κατάντης, bergab; πολλὰ δ ἄναντα, κάταντα, πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il. 23, 116; danach Luc. de merc. cond. 26.

Greek (Liddell-Scott)

κάταντα: Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ κατάντης) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ κάτω, ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en descendant ; ἄναντα καὶ κάταντα LUC par monts et par vaux.
Étymologie: κατά, ἄντα, cf. κατάντης.

English (Autenrieth)

(κατάντης): adv., downhill, Il. 23.116†.

Greek Monolingual

κάταντα (Α)
επίρρ. προς τα κάτω, κατηφορικά («πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον» — πήγαν προς τα πάνω, προς τα κάτω, παράμερα και λοξά, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].

Greek Monotonic

κάταντα: επίρρ., κατωφερικά, προς τα κάτω, κατηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-αντα, adv., omlaag:. ἄναντα καὶ κάταντα omhoog en omlaag Luc. 36.26.

Russian (Dvoretsky)

κάταντα: adv. вниз с горы, под гору (ἄναντα, κ., πάραντά τε δόχμιά τ᾽ ἐλθεῖν Hom.): ἄναντα καὶ κ. Luc. погов. по горам и долам, т. е. решительно всюду.