σανίδιον

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰνίδιον Medium diacritics: σανίδιον Low diacritics: σανίδιον Capitals: ΣΑΝΙΔΙΟΝ
Transliteration A: sanídion Transliteration B: sanidion Transliteration C: sanidion Beta Code: sani/dion

English (LSJ)

[ῐδ], τό, Dim. of σανίς,

   A small board or plank, Ar.Pax202, Hippias (?) in PHib.1.13.30, Men.202, Str.17.1.50.    II tablet, public register, ἐκ σανιδίου Lys.16.6, cf. Aeschin.3.200,201, IG12.313.161, 22.1237.124.    III small splint, Heliod. ap. Orib.44.23.74, Gal.18(2).888; foot-prop, Id.10.444.

German (Pape)

[Seite 861] τό dim. von σανίς, Ar. Pax. 202, wo neben einander χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια genannt sind, also etwa Tellerchen; aber Lys. 16, 6, ἐκ σανιδίου τοὺς ἱππεύσαντας σκοπεῖν, ist, wie σανίς d, eine Tafel, ein Verzeichniß, vgl. Aesch. 3, 201.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνίδιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ σανίς, μικρὸς δίσκος, χυτρίδια καὶ σανίδια κἀμφορείδια Ἀριστοφ. Εἰρήν. 202, Μένανδρος ἐν «Ἡνιόχῳ» 2. ΙΙ. ὡς τὸ πινάκιον, πίναξ, πινακὶς πρὸς γραφήν, ἐκ σανιδίου Λυσίας 146, 6, πρβλ. Αἰσχίν. 82. 29.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite planche;
2 particul. tablette pour afficher les lois, décrets ou arrêts.
Étymologie: σανίς.

Greek Monolingual

το, ΜΑ, και σανίδιν Μ
βλ. σανίδι.

Greek Monotonic

σᾰνίδιον: τό, υποκορ. του σανίς,
I. μικρό επεξεργασμένο κομμάτι ξύλου, σε Αριστοφ.
II. όπως το πινάκιον, μικρή ξύλινη πινακίδα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνίδιον: (ῐδ) τό σανίς
1) дощечка Arph., Men.;
2) доска для записей, таблица Lys., Aeschin.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰνίδιον -ου, τό plankje, bordje (om op te schrijven).