στεφανηφορία
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
Dor. στεφανᾱφ-, ἡ,
A wearing of a wreath, esp. of victory, Pi.O.8.10; νίκας σ. E.El.862 (lyr.); πανήγυριν . . συντελεῖν μετὰ -ίας καὶ θυσιῶν OGI 56.40 (Canopus, iii B.C.), cf. 6.23 (Scepsis, iv B.C.); -ίαν ἄγειν PGiss. 27.8 (ii A.D.). II the right of wearing a crown, which belonged to certain magistrates (v. στεφανηφόρος 11), D.21.33; ταῖς κοιναῖς σ. Lex ap.Aeschin.1.21; πολλὰς . . σ. πεποιηκώς CIG2771 i 4 (Aphrodisias), cf. 2814 (ibid.), al.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, das Tragen eines Kranzes; στεφαναφορίαν δέξαι, Pind. Ol. 8, 10; Eur. Herc. Fur. 781; νίκας, El. 862, und das Recht dazu, στεφανηφορίαν δοῦναί τινι, neben ἄδειαν u. τιμήν, Dem. 21, 33; Plut. de S. N. V. 13.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηφορία: Δωρικ. στεφανᾱφ-, ἡ, τὸ φορεῖν στέφανον, μάλιστα νίκης, Πινδ. Ο. 8. 13· νίκης στ. Εὐρ. Ἠλ. 862. ΙΙ. τὸ δικαίωμα τοῦ φορεῖν στέφανον, τὸν ὁποῖον εἶχόν τινες τῶν ἀρχόντων (ἴδε στεφανηφόρος ΙΙ), Δημ. 525. 2· ταῖς κοιναῖς στ. Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 1· πολλὰς ... στ. πεποιηκὼς Συλλ. Ἐπιγρ. 2771. 4, πρβλ. 2814, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
droit de porter une couronne.
Étymologie: στεφανηφόρος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α στεφανηφόρος
1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.)
2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια
β) το δικαίωμα ορισμένων αρχόντων ή ιερέων να φορούν στέφανο ως ένδειξη του αξιώματός τους.
Greek Monotonic
στεφᾰνηφορία: Δωρ. στεφανᾱφ-, ἡ, το να φοράει κάποιος στεφάνι στο κεφάλι του, ιδίως στεφάνι νίκης, σε Πίνδ., Ευρ.
II. δικαίωμα, προνόμιο του να φοράει κάποιος στεφάνι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηφορία: дор. στεφᾰνᾱφορία ἡ
1) ношение (победного) венка Pind., Eur.;
2) право ношения венка Dem., Aeschin.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεφανηφορία -ας, ἡ, Dor. στεφανᾱφορία [στεφανοφόρος] het dragen van een krans (als teken van overwinning). recht om een krans te dragen (voorbehouden aan bepaalde magistraten). Dem. 21.33.