συνδιοικέω

From LSJ
Revision as of 06:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιοικέω Medium diacritics: συνδιοικέω Low diacritics: συνδιοικέω Capitals: ΣΥΝΔΙΟΙΚΕΩ
Transliteration A: syndioikéō Transliteration B: syndioikeō Transliteration C: syndioikeo Beta Code: sundioike/w

English (LSJ)

   A administer together, Is.7.9, Plb.6.11a.7; ἀγῶνα Milet.1(7).203a17 (ii B.C.); τινι with one, D.24.160; bring about together with, μετὰ τῆς πρες βείας, ὅπως . . SIG353.5 (Ephesus, iv B.C.):—Med., παρὰ τῶν πρυτάνεων, ὅπως . . Thphr.Char.21.11 (s.v.l.):—Pass., share the advantage of, τὰ φυτὰ τῇ [τῶν μεγάλων δενδρῶν] -ούμενα στερεότητι Sor.1.96.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich verwalten, anordnen, τινί, mit Einem; Is. 7, 9; Dem. 24, 160.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιοικέω: διοικῶ ὁμοῦ, Ἰσαῖ. 64. 15, Πολύβ., κλπ.˙ τινι, μετά τινος, Δημ. 750. 11. ― Μέσ., συνδιοικήσασθαι μετὰ τῶν πρυτάνεων Θεοφρ. Χαρ. 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
administrer avec ou ensemble, τινι.
Étymologie: σύν, διοικέω.

Greek Monotonic

συνδιοικέω: μέλ. -ήσω, διοικώ από κοινού με κάποιον άλλο, συνάρχω, συγκυβερνώ, με δοτ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιοικέω: 1) совместно управлять Isae., Polyb.: σ. τινι Dem. помогать кому-л. в управлении;
2) давать указание, отдавать распоряжение (τινί τι Plut.).