χιονόβλητος

From LSJ
Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐονόβλητος Medium diacritics: χιονόβλητος Low diacritics: χιονόβλητος Capitals: ΧΙΟΝΟΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: chionóblētos Transliteration B: chionoblētos Transliteration C: chionovlitos Beta Code: xiono/blhtos

English (LSJ)

ον,

   A snow-beaten, Ὀλύμπου κορυφαί Ar.Nu.270 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1356] mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.

Greek (Liddell-Scott)

χιονόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ χιόνος βαλλόμενος, εἴτ’ ἐπ’ Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε Ἀριστοφ. Νεφ. 270.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert litt. battu de neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονισμένος («εἴτ' ἐπ' Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος, πυρί-βλητος].

Greek Monotonic

χῐονόβλητος: -ον, χτυπημένος από χιόνι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χιονόβλητος: засыпаемый снегом (κορυφαὶ Ὀλύμπου Arph.).