περπερεύομαι
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
A boast, brag, 1 Ep.Cor.13.4, M.Ant.5.5.
German (Pape)
[Seite 603] ein πέρπερος sein, wie ein πέρπερος reden, handeln, d. i. windbeuteln, großprahlen, aufschneiden, sich womit brüsten, lügen, wie ἀλαζονεύομαι, Sp., N. T., wo es προπετεύεται, καλλωπίζεται erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
être léger, frivole, étourdi.
Étymologie: πέρπερος.
English (Strong)
middle voice from perperos (braggart; perhaps by reduplication of the base of πέραν); to boast: vaunt itself.
English (Thayer)
(to be πέρπερος, i. e. vain-glorious, braggart, Polybius 32,6, 5; 40,6, 2; Epictetus diss. 3,2, 14); to boast oneself (A. V. vaunt oneself): Antoninus 5,5; the compound ἐμπερπερεύεσθαι is used of adulation, employing rhetorical embellishments in extolling another excessively, in Cicero, ad Attic. 1,14. Hesychius περπερεύεται. κατεπαίρεται); Cf. Osiander (or Wetstein) on 1 Corinthians , the passage cited (Gataker on Marc. Antoninus 5,5, p. 143).
Greek Monolingual
ΜΑ πέρπερος
καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ).
Greek Monotonic
περπερεύομαι: αποθ., καυχιέμαι ή κομπάζω για τον εαυτό μου, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περπερεύομαι [πέρπερος: opschepper] opscheppen, pralen.
Russian (Dvoretsky)
περπερεύομαι: превозноситься, кичиться NT.