ἄφιππος

From LSJ
Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφιππος Medium diacritics: ἄφιππος Low diacritics: άφιππος Capitals: ΑΦΙΠΠΟΣ
Transliteration A: áphippos Transliteration B: aphippos Transliteration C: afippos Beta Code: a)/fippos

English (LSJ)

ον,

   A unsuited for cavalry, Καρία X.HG3.4.12, cf. Plu.Ant. 47.    II of persons, unused to riding, opp. ἱππικός, Aeschin.Socr. Oxy.1608 Fr.1.15; ignorant of horsemanship, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nav.30.    2 without cavalry, Polyaen.4.6.6.

German (Pape)

[Seite 412] 1) für Reiterei untauglich, Καρία Xen. Hell. 3, 4, 12 Ages. 1, 15; Plut. oft. – 2) ungeschickt im Reiten, Ggstz ἱππικοί Plat. Prot. 350 a; Rep. I, 335 c, Schol. ἀπείρως ἔχοντες ἱππικῆς; Luc. navig. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφιππος: -ον, ἀνεπιτήδειος, ἀκατάλληλος πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ ἱππικός, Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, ἄνευ ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne sait pas monter à cheval;
2 peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, etc.).
Étymologie: ἀπό, ἵππος.

Spanish (DGE)

-ον
I de lugares no apropiado para los caballos o la caballería Καρία X.HG 3.4.12, de un camino, Plu.Ant.47, τὰ μετέωρα ἄφιππα las alturas inaccesibles a los caballos D.C.40.26.1, cf. Plu.Arist.11.
II de pers.
1 inexperto, torpe en montar a caballo, que no sabe montar op. ἱππικός Aeschin.Socr.CPF 1A.11, Pl.Prt.350a, R.335c, Luc.Nau.30, Poll.1.210, Hsch.
2 que no tiene caballo ἔπειτα δὲ κατήγαγεν αὐτοὺς ... ἀφίππους ὄντας Polyaen.4.6.6, περιδεεῖς δὲ ἦσαν ... καὶ ἄφιπποι Iambl.Fr.21.

Greek Monolingual

ἄφιππος, -ον (Α)
1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία
2. αυτός που δεν έχει ιππικό
3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία.

Greek Monotonic

ἄφιππος: -ον, I. ανεπιτήδειος για ιππασία, χώρα, σε Ξεν.
II. λέγεται για πρόσωπα, άπειρος στην ιππασία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἄφιππος: 1) неудобный или непроезжий для конницы (χώρα Xen.; χωρία, ὁδός Plut.);
2) не умеющий ездить верхом Plat., Luc.

Middle Liddell


I. unsuited for cavalry, χώρα Xen.
II. of persons, unused to riding, Plat.