ἐγκατοικίζω
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
Att. fut. -ιῶ Lyc.1261:—
A settle or place in or on, Luc.Asin.25: metaph., τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικόν Dam. Pr.257; implant, Plu.2.779f (Pass.).
German (Pape)
[Seite 706] in einen Wohnort einsetzen, ansiedeln; παρθένον τῷ ὄνῳ, einen Platz auf dem Esel anweisen, Luc. Asin. 25; übertr., ὁ ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι πάρεδρος καὶ φύλαξ ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plut. ad princ. inerud. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατοικίζω: μέλλ. -ίσω, τοποθετῶ, κάμνω τινὰ νὰ κατοικήσῃ ἔν τινι, Λουκ. Ὄνος 25· ― μεταφ. ἐμφυτεύω, Πλούτ. 2. 779F.
French (Bailly abrégé)
faire loger dans, établir dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατοικίζω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 fundar δώδεκα πόλεις Str.5.4.3
•instalar, establecer, asentar c. ac. de pers. y dat. de lugar ἐγκατῴκισεν αὐτῇ Σύρους I.AI 9.245, cf. D.L.1.51, c. rég. prep. ἀπέναντι τοῦ παραδείσου ... αὐτόν Chrys.M.53.152.
2 colocar dentro, meter ἀγάλματ' ἐγκατοικιεῖ θεῶν en un templo, Lyc.1262, τὴν δὲ ... παρθένον τῷ ὄνῳ ἐγκατοικίσωμεν metamos a la doncella en la tripa del burro Luc.Asin.25, en v. pas. ἐν σαπροῖς σκεύεσι ... οἶνος κάλλιστος ἐγκατοικίζεται en los odres viejos se halla el mejor vino, Vit.Aesop.W.112
•fig. c. ac. de abstr. infundir, inspirar, inculcar c. dat. de pers. δέος σφίσιν Lib.Or.18.219, ἐν αὐτοῖς τυφλὰς ἐλπίδας Sch.A.Pr.253cH., en v. pas. ὁ δ' ἐκ φιλοσοφίας τῷ ἄρχοντι ... ἐγκατοικισθεὶς λόγος Plu.2.779e.
3 asignar Αἰγύπτιοι τῇδε τῇ τάξει τὸ φρουρητικὸν ἐγκατοικίζουσιν los egipcios asignan la propiedad de guardián a este orden (de seres) Dam.in Prm.257.
II intr. en v. med. instalarse, establecerse fig. de abstr. Ἔρως ... οὔπω ταῖς ψυχαῖς τῶν ἀνθρώπων ἐγκατῳκίζετο Him.10.9, τὸν νοῦν ἐγκατοικίζεσθαι τῷ σώματι Them.in de An.107.21.
Greek Monolingual
ἐγκατοικίζω (AM)
1. βάζω κάποιον να καθίσει κάπου, εγκαθιστώ
2. εμφυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκατοικίζω: 1) помещать, сажать (τινὰ τῷ ὄνῳ Luc.);
2) pass. обитать, находиться, тж. содержаться (τινί Plut.).