ἀποτελεσματικός

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτελεσμᾰτικός Medium diacritics: ἀποτελεσματικός Low diacritics: αποτελεσματικός Capitals: ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apotelesmatikós Transliteration B: apotelesmatikos Transliteration C: apotelesmatikos Beta Code: a)potelesmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A productive of material objects, τέχνη ἀ., opp. θεωρητική and πρακτική, S.E.M.11.197: generally, productive, τινός Sor.1.48, Gal.19.475.    II astrologically influential, Ptol. Tetr.90; of or for astrology, λόγος Vett. Val.332.1; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Eust.900.34, Simp. in Ph.293.11; ἀποτελεσματικά, name of a work on astrology by Paul.Al.; οἱ -κοί astrologers, Eust.193.7.

German (Pape)

[Seite 330] zur Vollendung, zum Erfolg gehörig, bes. zur Prophezeiung aus den Constellationen der Gestirne, Sp. ἡ -ική, sc. τέχνη, die Nativitätstellerei; οἱ -ικοί, die Astrologen, welche die Nativität stellen, Eustath. zur Il. 12, 222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτελεσματικός: -ή, -όν, ὁ παράγων ἢ ἔχων ἀποτέλεσμα, τέχνη ἀπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ θεωρητική, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11.197: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐν τέλει, ἐπὶ τέλους, Εὐσταθ. Πονημάτ. 64. 3. ΙΙ. ἀστρολογικῶς, ὁ ἀσκῶν ἐπίδρασιν, Πτολ.: ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν ἀστρολογίαν, τέχνη, ἐπιστήμη Εὐστ. 900.44· ἀποτελεσματικά, ὄνομα συγγράμματος ἀστρολογικοῦ ὑπὸ Παύλου Ἀλεξανδρ.: -κοί, οἱ, ἀστρολόγοι, Εὐστάθ. 193.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1productivo, creador τέχνη S.E.M.11.197, τέχναι Sch.D.T.110.33, 445.30, σώματα Gal.19.475, σύμπτωμα ποικίλων ὀρέξεων ἀποτελεσματικόν Sor.35.6.
2 completo, perfecto τῆς τῶν ... προφητείων ἀποτελεσματικῆς συμπληρώσεως Eus.DE 1.1.9.
3 cometido, llevado a término ἁμαρτία μεγάλη Cyr.Al.M.69.833B.
II astrol.
1 relativo a la astrología λόγος Vett.Val.318.28
ἀποτελεσματικά tratados astrológicos Porph.Plot.15.23, tít. de obras de Ptol., de Paul.Al., de Heliconio, Sud.s.u. Ἑλικώνιος.
2 ἡ ἀποτελεσματική astrología Fulg.3.10, Simp.in Ph.293.11, Eust.900.34.
3 οἱ ἀποτελεσματικοί astrólogos Olymp.in Grg.47.3, Eust.900.34.
4 τὰ ἀποτελεσματικά efectos resultantes de la influencia de los astros Basil.M.29.129C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποτελεσματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που φέρνει ικανοποιητικό αποτέλεσμα
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. η αποτελεσματική
η αστρολογία
2. το αρσ. ως ουσ. ο αποτελεσματικός
ο αστρολόγος
αρχ.
1. παραγωγικός, τελεσφόρος
2. αστρολογικός
3. αστρολ. αυτός που επιδρά σε κάποιον ή κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτελεσματικός: завершающий, т. е. дающий (конкретные) результаты (τέχνη, ὡς ζωγραφία Sext.).