βληχή

From LSJ
Revision as of 20:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βληχή Medium diacritics: βληχή Low diacritics: βληχή Capitals: ΒΛΗΧΗ
Transliteration A: blēchḗ Transliteration B: blēchē Transliteration C: vlichi Beta Code: blhxh/

English (LSJ)

Dor. βλᾱχά, ἡ,

   A bleating, οἰῶν Od.12.266; of lambs, E.Cyc.48 (lyr., pl.); wailing of infants, A.Th.348 (lyr., pl.). (Onomatop.)

German (Pape)

[Seite 449] ἡ, Geblök, οἰῶν Od. 12, 266 (ἅπαξ εἰρημ.); von Ziegen Opp. C. 2, 365; Kindergeschrei, ἐπιμαστιδίων, Aesch. Spt. 330; τεκέων Eur. Cycl. 48.

Greek (Liddell-Scott)

βληχή: Δωρ. βλᾱχά, ἡ, τὸ βέλασμα, οἰῶν Ὀδ. Μ. 266· αἱ κραυγαί, κλαυθμυρισμὸς τῶν νηπίων, Εὐρ. Κύκλ. 48· πρβλ. ἀρτιτρεφής (Ἴδε βληχάομαι).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 bêlement;
2 vagissement.
Étymologie: cf. lat. balare.

English (Autenrieth)

bleating, Od. 12.266†.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. βλᾱχά A.Th.348, E.Cyc.48, 59
1 balidode corderos Od.12.266, E.ll.cc., A.R.4.968, Longus 1.23.1, de cabras, Opp.C.2.365, Hsch.
2 llanto infantil, vagido βλαχαὶ ... τῶν ἐπιμαστιδίων A.l.c.

• Etimología: Origen onomat., cf. aesl. blĕjati, let. blêt, etc.

Greek Monolingual

η (AM βληχή, Α και βλαχά, δωρ. τ.)
το βέλασμα των προβάτων
αρχ.
το κλάμα του βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. λ. ονοματοποιημένη. Η άποψη κατά την οποία το βληχή προέρχεται από το βληχώμαι (-άομαι), αν το βληχώμαι θεωρηθεί ανεξάρτητος επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρυχώμαι, μυκώμαι), αίρεται από το γεγονός ότι το βληχώμαι είναι μτγν. του βληχή, ενώ αβέβαιη φαίνεται και η υπόθεση ότι βληχώμαι < βληχή. Ο τ. βλᾱχᾱ, ο οποίος απαντά σε λυρικά χωρία τραγικών, πιθ. αποτελεί υπερδωρισμό. Τέλος, η λ. βληχή συσχετίζεται σημασιολογικά και μορφολογικά με άλλους ινδοευρ. τ. που βασίζονται σε αρχική ρίζα blē-, παρεκτεταμένη με διάφορα προσδιοριστικά σύμφωνα
πρβλ. τσεχ. blekati, μσν. γερμ. bleken > νέο άνω γερμ. bloken
αγγλοσαξ. blōetan, αρχ. άνω γερμ. blazen κ.ά.].

Greek Monotonic

βληχή: Δωρ. βλᾱχά, , βέλασμα· οἰῶν, σε Ομήρ. Οδ.· το κλάμα των παιδιών (νηπίων), σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

βληχή: дор. βλᾱχά
1) блеяние (οἰῶν Hom.);
2) только pl. визг, крик (ἐπιμαστιδίν Aesch.; τεκέων Eur.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bleating (μ 266, A.).
Dialectal forms: Dor. βλαχά
Derivatives: βληχάομαι bleat (Ar.), perh. not denomin., but an independent intensive like βρυχάομαι, μυκάομαι etc. (s. Schwyzer 683). - βληχηθμός (Ael.; cf. μυκηθμός a. o.), βλήχημα H., βληχάς (Opp., cf. μηκάς, Schwyzer 508). βληχητά pl. bleating animals (Eup., cf. ἑρπετά u. a.). βληχώδης bleating (Babr.). βληχάζω (Autocr.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: An elementary formation, with several parallels, e. g. Čech. blekati, MLG bleken > NHG. blöken; without velar RussCSl. blějati, Latv. blêt, MHG bloejen; with dental Germ., e. g. OE blætan, OHG. blāʒen; all with orig. . Trag. βλαχά must be hyperdoric; note βληχάομαι in Theoc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βληχή -ῆς, ἡ, Dor. βλᾱχά geblaat; alg. gekerm :. βλαχαὶ … τῶν ἐπιμαστιδίων gekerm van kinderen aan de borst Aeschl. Sept. 348.

Middle Liddell

[Formed from the sound.]
a bleating, οἰῶν Od.: the wailing of children, Eur.