δάνος

From LSJ
Revision as of 20:44, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάνος Medium diacritics: δάνος Low diacritics: δάνος Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: dános Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: da/nos

English (LSJ)

(A), [ᾰ], εος, τό,

   A gift, present, Euph.42.    II loan, debt, Call. Epigr.48, PMasp.126.11 (vi A.D.): metaph., ὁ χρόνος ἐστὶ δ. Lyr.Alex. Adesp. 37.27; πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν . . αὖτ' ἀπέδωκα IG14.2000.
δάνος (B), [ᾰ], ὁ, Maced. for θάνατος, Plu.2.22c.

German (Pape)

[Seite 522] τό, die Gabe, Euphor. fr. 90 bei E. M.; gew. ausgeliehenes Geld, Wucher, Zins, Callim. ep. 51 u. a. Sp. – Aber ὁ δ., macedon, der Tod, Plut. de aud. poet. 5 A.

Greek (Liddell-Scott)

δάνος: [ᾰ], εος, τό, δῶρον, δόμα, Εὐφορ. Ἀποσπ. 89· πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6287. ΙΙ. κοινῶς = χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, χρέος, ὀφειλή, Καλλ. Ἐπ. 50, Ἀνθ. Π. παραρτ. 252. (Ἴδε ἐν λ. δίδωμι· πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. dano, = dono, do.)

French (Bailly abrégé)

1εος (τό) :
don, présent.
Étymologie: DELG pê δίδωμι.
2ου (ὁ) :
mot macéd. = θάνατος.

Greek Monolingual

(I)
δάνος, ο (Α)
ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].
(II)
το (AM δάνος)
το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα- < d∂- (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. -νος (πρβλ. άφενος «πλούτη», κτήνος). Κατ' άλλους, ο τ. δάνος συνδέεται με το δατέομαι.

Greek Monotonic

δάνος: [ᾰ], -εος, τό, δανεισμένα χρήματα, δάνειο, χρέος, οφειλή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δάνος: II ὁ макед. Plut. = θάνατος.
εος (ᾰ) τό Anth. = δάνειον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δάνος -ους, zonder contr. -εος, τό [~ δίδωμι] lening, uitgeleend geld.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: gift (Euph. 42), loan, debt (Call. Epigr. 48).
Derivatives: δάνειον n. loan (D.) with δανειακός (Cod. Just.), denomin. δανείζω, -ομαι loan, give credit (Att., s. Schwyzer 735 A. 6; hell. also δανίζω), from which δάνεισμα loan (Th.), δανεισμός loan, credit (Att., Arist.) and δανειστής usurer, believer (LXX,) with δανειστικός (Thphr.). - Unclear δάνας μερίδας. Καρύστιοι H.; s. Schwyzer 488.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [177] *dh₂-nos gift
Etymology: The suffix as in ἄφενος, κτῆνος etc. Brugmann Grundr. 22 : 1, 256: to δατέομαι (s. d.), i.e. *dh₂-nos, cf. Skt. diná- divided? (*dh₃-nos from δίδωμι would give *δονος). The word could be foreign.

Middle Liddell

money lent, a loan, debt, Anth.