δρίος

From LSJ
Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρίος Medium diacritics: δρίος Low diacritics: δρίος Capitals: ΔΡΙΟΣ
Transliteration A: dríos Transliteration B: drios Transliteration C: drios Beta Code: dri/os

English (LSJ)

[ῐ], εος, τό,

   A copse, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.14.353; δ. εὔδενδρον, ὑλῆεν, AP7.193 (Simm.), 203 (Id.); ἅπαν Opp.H.4.588; ἀν' ἐρῆμον δ. Lyr.Alex.Adesp.7.3: heterocl. pl. δρία, τά, Hes.Op.530, S.Tr.1012 (hex.), E.Hel.1326 (lyr.): also dat. pl. δρισί (as if from δρίες) dub. in IG14.217.43.

German (Pape)

[Seite 667] das Gebüsch, verwandt mit δρῦς, δόρ υ, δένδρεον; vgl. δριάω. Bei Homer δρίος einmal, Odyss. 14, 353 ὅθι τε δρίος ἦν πολυανθέος ὕλης. Das Geschlecht ist in dieser Stelle nicht zu erkennen. Simm. A. P. 7, 203 ἀν' ὑλῆεν δρίος εὔσκιον; Simm. A. P 7, 193 κατ' εὔδενδρον στείβων δρίος; Oppian. Hal. 4, 588 ἅπαν δρίος. Plural. δρία: Hesiod. O. 530 ἀνὰ δρία βησσήεντα; Soph. Trach. 1012 κατά τε δρία πάντα καθαίρων; Eur. Hel. 1326 πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα; Apoll. Rh. 4, 970 ἑρσήεντα κατὰ δρία. Bei gramm. findet sich auch nominat sing. δρίον. Vgl. die Eigennamen Δρίον und Δρίος.

Greek (Liddell-Scott)

δρίος: τὸ, (ἴδε δρῦς) λόχμη, δάσος, δρίος ὕλης, λόχμη δάσους, Ὀδ. Ξ. 353 (ἔνθα τὸ γένος εἶναι ἀόριστον)· ἀλλὰ δρίος εὔδενδρον ὑλῆεν Ἀνθ. Π. 7. 193, 203· ἅπαν Ὀππ. Ἁλ. 4. 588· ἐν δρίει Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. 43· ― κατὰ πληθ. δρία, τά, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ δρίον), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, Σοφ. Τρ. 1012, Εὐρ. Ἑλ. 1326.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg. et pl. δρία;
petit bois, taillis.
Étymologie: DELG pas d’étym.

English (Autenrieth)

(cf. δρῦς) = δρῦμός, Od. 14.353†.

Greek Monolingual

δρίος (-ους), το (Α)
λόχμη, θαμνώδης ή δενδρώδης τόπος.

Greek Monotonic

δρίος: τό, δρυμός, δάσος, άλσος, λόχμη, σύδενδρο, δρίοςὕλης, δασικός δρυμός, σε Ομήρ. Οδ.· δρίος ὑλῆεν, σε Ανθ.· στον πληθ., δρία, τά, (όπως αν προερχόταν από το δρίον), σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ. (από την ίδια ρίζα, όπως το δρῦς).

Russian (Dvoretsky)

δρίος: (ῐ) τό (только nom. и acc. sing. и pl. δρία) чаща, густая заросль Hom., Hes., Soph., Eur., Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: bush, shrubs (ξ 353; cf. ἄλσος, τάρφος u. a.; Porzig Satzinhalte 300).
Other forms: pl. δρία; dat. pl. δρισι (IG XIV 217,43)
Derivatives: Perh. δριών δενδρών in ἐν δριῶνας (Meineke; cod. ἐνδριώνας) δρόμος παρθένων ἐν Λακεδαίμονι H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Pedersen Vergl. Gramm. 1, 80 compared OIr. driss vepres (st-Suffix); unclear. Often conbined with δρῦς etc. (s. v.); the formation remains quite unclear. Not here with Osthoff Etym. parerga 1, 156ff. δρίς δύναμις H. Also unclear are δράεντα χλωρά and δριάουσαν θάλλουσαν H.

Middle Liddell

n n
a copse, wood, thicket, δρίος ὕλης copse-wood, Od.; δρίος ὑλῆεν Anth.:—in pl. δρία, τά, (as if from δρίον), Hes., Soph., Eur. [From same Root as δρῦς.]