κάρδαμον
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
τό,
A nose-smart, Lepidium sativum, of which the seed was eaten like mustard, X.Cyr.1.2.8, POxy.1429.5, Ael.VH3.39: pl., Ar.Nu.234; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eub.36: metaph., βλέπειν κάρδαμα look sharp and stinging, Ar.V.455: prov. of worthless things, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων Henioch.4.2.
German (Pape)
[Seite 1326] τό, eine Art Kresse mit bitterem Kraut, deren Saamen wie Senf gegessen wurde, gew. im plur.; Ar. Th. 617; κάρδαμ' ἐσκευασμένα Eubul. bei Ath. VIII, 347 d; bes. von den Persern gegessen, Xen. Cyr. 1, 2, 8 u. A.; vgl. Schol. Ar. Nub. 235; – κάρδαμα βλέπειν, neben ὀξύθυμος u. δίκαιος, nach Kresse aussehen, ein saures, barsches Gesicht machen, Ar. Vesp. 455.
Greek (Liddell-Scott)
κάρδᾰμον: τό, ὡς καὶ νῦν, Λατ. nasturtium, ἢ ὁ σπόρος αὐτοῦ ὃν οἱ Πέρσαι ἔτριβον καὶ ἤσθιον ὡς νῦν ἐσθίομεν τὸ σίναπι, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 8, Perizon. εἰς Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 39· ἐν τῷ πληθ., πάσχει δὲ ταὐτὸ τοῦτο καὶ τὰ κάρδαμα (δηλ. ἕλκουσι πρὸς ἑαυτὰ τὴν ἰκμάδα) Ἀριστοφ. Νεφ. 234· κάρδαμ’ ἐσκευασμένα Εὔβουλος ἐν «Ἰξίονι» 1. 4· - μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. ῥίπτειν δριμὺ βλέμμα (ὡς τὸ νᾶπυ, δριμὺ βλέπειν), ὀξυθύμων καὶ δικαίων καὶ βλεπόντων κάρδαμα Ἀριστοφ. Σφ. 455· - παροιμ. ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου quid distent aera lup nis), Ἡνίοχος ἐν «Τροχίλῳ» 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cresson, plante.
Étymologie: DELG emprunt prob. - myc. ka-da-mi-ja - le skr. kardamah désigne une plante totalement inconnue.
Greek Monotonic
κάρδᾰμον: τό, είδος κάρδαμου, Λατ. nasturtium ή ο σπόρος του, ο οποίος τρώγονταν όπως η μουστάρδα, σινάπι από τους Πέρσες, σε Ξεν.· σε πληθ., κάρδαμα, σε Αριστοφ.· μεταφ., βλέπειν κάρδαμα, δηλ. κοιτάζει με οξύ και διαπεραστικό βλέμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρδαμον: τό тж. pl. кардам(он), кресс (разновидность растения с острым вкусом, семена которого употреблялись в пищу в качестве приправы) Plut.: κάρδαμα βλέπειν Arph. сурово глядеть.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρδαμον -ου, τό tuinkers; overdr.: βλέπειν κάρδαμα indringend kijken Aristoph. Ve. 455.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: nose-smart, Lepidium sativum (X., Ar.).
Other forms: Also παρδαμάλη (Phot.).
Compounds: As 1. member in καρδάμωμον, haplological for καρδαμ-άμωμον n. cardamum (Thphr., Dsc.; on the formation Schwyzer 263).
Derivatives: καρδαμίς = κάρδαμον (Nic., Plu.; after κεδρίς a. o., Chantraine Formation 343); καρδαμίνη id., also = σισύμβριον a. o. (Dsc.; Chantraine 204); καρδαμάλη Persian cake from κάρδαμον (Trypho ap. Ath.; as ἀμυγδάλη a. o.); καρδαμίζω "talk cress", i. e. talk nonsense (Nic. Th. 617). - Sideform καρδάνη id. (Gloss.; after βοτάνη?).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Among the plant names in -αμον (Schwyzer 494, Chantraine 133) there are several clear loan-words, so will be κάρδαμον. Doubtful suggestion in Strömberg Wortstudien 38: from *κάρδος = κράδος twig in καρδίδιον, ἀνα-, κατακάρδιον. Not better Grošelj Razprave 2, 41: to σκόροδον. - Skt. kardamaḥ is a further unknown plant, so connection with κάρδαμον remains uncertain\/improbable; cf. Mayrhofer KEWA s. v. - -αμον is a Pre-Greek suffix, Fur. 64 n. 269. The word has been connected with Hitt. karšani an alcalic plant, Fur. 252.
Middle Liddell
κάρδᾰμον, ου, τό,
a kind of cress, Lat. nasturtium, or its seed, which was eaten like mustard by the Persians, Xen.; in pl. cresses, Ar.;—metaph., βλέπειν κάρδαμα, i. e. look sharp and stinging, Ar.