λοφνίς

From LSJ
Revision as of 13:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφνίς Medium diacritics: λοφνίς Low diacritics: λοφνίς Capitals: ΛΟΦΝΙΣ
Transliteration A: lophnís Transliteration B: lophnis Transliteration C: lofnis Beta Code: lofni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A torch made of vine bark, in pl., AP11.20 (Antip. Thess.), Lyc.48:—also λοφνία, Clitarch. Gloss. ap. Ath.15.701a, cf. Ath.15.699d.

Greek (Liddell-Scott)

λοφνίς: -ίδος, ἡ λαμπὰς ἐκ τοῦ φλοιοῦ τῆς ἀμπέλου, Ἀνθ. Π. 11. 20, Λυκόφρ. 48, Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 701 Α· ὡσαύτως λοφνία, πρβλ. 699D. (Πιθαν. ἐκ τοῦ λέπω).

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
torche faite de sarments de vigne.
Étymologie: DELG λοπός.

Greek Monolingual

λοφνίς, -ίδος, ἡ (Α)
δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα -ίς, -ία και ανάγονται σε λόφνος (πιβ. < λόπ-σν-ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα -σν-ο, πρβλ. και λύχνος). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λάμπω.

Greek Monotonic

λοφνίς: -ίδος, ἡ (λέπω), λαμπάδα από φλούδες κλημάτων, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λοφνίς: ίδος (ῐδ) ἡ факел из виноградной лозы Anth.

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: torch (Lyc., AP, Cleitarch. Gloss. ap. Ath. 15, 701 a [cod. λοφίδα])
Derivatives: λοφνίδια λαμπάδια H.; also λοφνία f. id. (Anon. ap. Ath. 15, 699 d; Kaibel λοφνίδα); cf. Scheller Oxytonierung 56.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation in -ίς or -ία from *λόφνος, -νη. Because of the description in Ath. την ἐκ τοῦ φλοιοῦ (τῆς ἀμπέλου) λαμπάδα prob. with Bq a. o. from *λοπ-σν-ο-, to λέπω peel, λοπός shell, bark; the σν-suffix also in λύχνος with comparable meaning (cf. Schwyzer 327); possible but rather improbable. - After Osthoff MU 6, 64 to λάμπω (with Lith. lópe torch, light a. o.), s. v.; by WP. 2, 383 rightly rejected.

Middle Liddell

λοφνίς, ίδος λέπω
a torch of vine bark, Anth.