τέρχνος

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέρχνος Medium diacritics: τέρχνος Low diacritics: τέρχνος Capitals: ΤΕΡΧΝΟΣ
Transliteration A: térchnos Transliteration B: terchnos Transliteration C: terchnos Beta Code: te/rxnos

English (LSJ)

εος, τό,

   A twig, young shoot, Max.502, Hsch.; also τρέχνος, εος, τό, AP15.25 (Besant., pl.), Hsch.: τὰ τέρχνιja or τρέχνιja plants, young trees, Inscr.Cypr.135.9H.    II τέρχνεα· . . ἐντάφια, Hsch. (Cf. ταρχύω.)

German (Pape)

[Seite 1095] εος, τό, auch τρέχνος, Ast, Zweig, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τέρχνος: -εος, τό, ὡσαύτως, τρέχνος, νέος κλάδος, βλαστός, Μάξιμ. π. καταρχ. 502.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
branche, jeune pousse.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και τρέχνος, -εος, τὸ, Α
1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι
2. στον πληθ. τέρχνεα
(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -νος (πρβλ. ἔρ-νος, κτῆ-νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα
ἐντάφια» συνδέεται με το είδος τών νεκρικών θυσιών (πρβλ. και «κάρπωσις
θυσία Ἀφροδίτης», Ησύχιος)].