κυρία

From LSJ
Revision as of 13:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡρία Medium diacritics: κυρία Low diacritics: κυρία Capitals: ΚΥΡΙΑ
Transliteration A: kyría Transliteration B: kyria Transliteration C: kyria Beta Code: kuri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A authority, power, Arist.Mir.837a5, etc.; possession, control, οἴνου Plb.6.11A.4; ταμιείου Id.6.13.1; τοῦ ἐπαποστεῖλαι στρατηγόν Id.6.15.6; κυρίαν ἔχειν περί τινος Id.6.14.10.—The form κυρεία is freq. found in Pap. and Inscrr. from i B.C., as BGU1123.6 (i B.C.), PAmh.2.95i6(ii A.D.), and codd., as Plb.6.11A.4, LXX Da.11.5, Thd. Da.4.19, 6.26(7), Ph.2.52 (v.l.), Ath.10.440f(v.l.), EM427.9, and is required by metre in Man.4.606: contr. from κυριεία (q.v.).    II fem. of κύριος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, = κυρεία; τινός, Pol. 6, 15, 6; περί τινος, 6, 14, 10; a. Sp., gew. v. l. von κυρεία.

Greek (Liddell-Scott)

κῡρία: ἡ, ἐξουσία, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 6. 2, 13 καὶ 15, 6, κτλ.· κυρίαν ἔχειν τινός, ἐπί τινος, ὁ αὐτ. 6. 13, 1· περί τινος ὁ αὐτ. 6. 14, 10· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δαν. Δ΄, 19., Ϛ΄, 26., ΙΑ΄, 5) κυρεία ἀπαντᾷ, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4040 VI. 22, Ἐτυμ. Μέγ. 427. 9· καὶ τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ Μανέθωνι 4. 606. ΙΙ. δέσποινα, ἴδε κύριος Β. Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. κύριος.

English (Thayer)

κυρίας, ἡ, Cyria, a Christian woman to whom the Second Epistle of John is addressed: G L T K C (and WH marginal reading in John 3rd edition, p. 444. (But R Tr others κυρία, regarding the word as an appellative, lady; (αἱ γυναῖκες εὐθύς ἀπό τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν ὑπό τῶν ἀνδρῶν κυριαι καλοῦνται, Epictetus enchir. 40). Cf. Westcott on 2John as above).

Greek Monolingual

η (AM κυρία)
βλ. κύριος.

Greek Monotonic

κῡρία: ἡ, θηλ. του κύριος (σημασ.
Β. I. 2).

Russian (Dvoretsky)

κῡρία: Polyb. κῡρεία
1) госпожа, хозяйка Plut.;
2) (sc. ἡμέρα) окончательный срок, решающий день Dem.;
3) господство, власть (κυρίαν ἔχειν τινός и περί τινος Polyb.).

Middle Liddell

κῡρία, ἡ, [fem. of κύριος signf. b. 1. 2.]