σαββατισμός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
German (Pape)
[Seite 856] ὁ, die Feier des Sabbath, Plut. de superstit. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
célébration du sabbat.
Étymologie: σαββατίζω.
English (Strong)
from a derivative of σάββατον; a "sabbatism", i.e. (figuratively) the repose of Christianity (as a type of heaven): rest.
English (Thayer)
σαββατισμου, ὁ (σαββατίζω to keep the sabbath);
1. a keeping sabbath.
2. the blessed rest from toils and troubles looked for in the age to come by the true worshippers of God and true Christians (R. V. sabbath rest): Plutarch, de superstit. c. 3; ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ σαββατίζω
1. η τήρηση της αργίας του Σαββάτου η οποία καθορίζεται από τον μωσαϊκό νόμο
2. η αιώνια ανάπαυση στη βασιλεία τών ουρανών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαββατισμός -οῦ, ὁ σάββατον sabbatsviering, sabbatsrust.
Russian (Dvoretsky)
σαββατισμός: ὁ празднование субботы Plut., NT.