разделять
From LSJ
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
Russian > Greek
μερίζω, μερίσδω, δαίω, δαΐζω, καταμερίζω, μοιράω, δατέομαι, διαδαίομαι, διχάζω, κατακερματίζω, κρίνω, χωρίζω, ἀποσπάω, διατειχίζω, κοινωνέω, καταλοχίζω, διαλύω, ἐπινέμω, διέχω, διακρίνω, καταδιαιρέω, ἀντιδιαιρέω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, διαμερίζω, διανέμω, ἐπιδιαιρέω, διαρμόζω, διαρμόττω, διαστέλλω, κατανέμω, διαχέω, διαφορέω, διατμήγω, διακόπτω, τμήγω, διαμοιράω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, σχίζω, διασπάω, διασχίζω, νέμω, διαζεύγνυμι, μιστύλλω