опустошать
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Russian > Greek
καταθέω ;; ἐκκορέω ;; κενόω ;; κεινόω ;; ἐκκενόω ;; ἐκκεινόω ;; δαΐζω ;; ἐξανίστημι ;; ληΐζομαι ;; λῄζομαι ;; λεΐζομαι ;; λεηλατέω ;; λαπάσσω ;; λαπάττω ;; ἐρημόω ;; πέρθω ;; κακοποιέω ;; κεραΐζω ;; πορθέω ;; διαφθείρω ;; διαπορθέω ;; δηλέομαι ;; δαλέομαι ;; κατατρέχω ;; ἐπικείρω ;; προνομεύω ;; δενδροκοπέω ;; δηϊόω ;; δῃόω ;; ἐκκοκκίζω ;; κόπτω ;; ἀϊστόω ;; περικόπτω ;; κατασκάπτω ;; ἀδικέω ;; φθείρω ;; κείρω ;; τέμνω ;; τρίβω ;; ἐξαιρέω