ἀείφρουρος

From LSJ
Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀείφρουρος Medium diacritics: ἀείφρουρος Low diacritics: αείφρουρος Capitals: ΑΕΙΦΡΟΥΡΟΣ
Transliteration A: aeíphrouros Transliteration B: aeiphrouros Transliteration C: aeifrouros Beta Code: a)ei/frouros

English (LSJ)

ον,

   A ever-watching, i.e. everlasting, τῷ ἀ. μελιλώτῳ Cratin.98.7; οἴκησις ἀ., of the grave, S.Ant.892; πόνοι Opp.H.4.189.

German (Pape)

[Seite 41] stets bewachend, gefangen haltend, οἴκησις Soph. Ant. 891, vom Grabe; πόνοι Opp. H. 4, 189; μελίλωτος Cratin. bei Ath. XV, 685 c, perennirend. Hes. erklärt ἀειθαλής aus Soph., s. ἀειφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀείφρουρος: -ον, = ὁ ἀεὶ φρουρῶν, δηλ. αἰώνιος, «ὁ ἀεὶ διαμένων, ἀειθαλής», Ἡσύχ. ― ἐκ διορθώσ. Πόρσωνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 518 (ἀντὶ ἀειφόρος)· τῷ ἀ. μελιλώτῳ, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς», 1. 7· οἴκησις, ἀείφρ. ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 892· πόνοι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui garde, qui tient enfermé pour toujours.
Étymologie: ἀεί, φρουρά.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀιείφρουρος S.Ant.892
siempre vigilante de ahí perenne, eterno μελίλωτος Cratin.105.7, οἴκησις de la tumba, S.Ant.892, πόνος Opp.H.4.189, cf. S.Fr.580 (dud., aunque cf. ἀΐφρουρος· αἰθάλη. Σοφοκλῆς).

Greek Monotonic

ἀείφρουρος: -ον, αυτός που φρουρεί, αυτός που διαρκεί αιώνια· οἴκησις ἀείφρουρος, λέγεται για τον τάφο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀείφρουρος: держащий в вечном заточении (οἴκησις, sc. τύμβος Soph.).

Middle Liddell


ever-watching, i. e. ever-lasting, οἴκησις ἀείφρ., of the grave, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀείφρουρος -ον ἀεί, φρουρός die altijd waakt, alleen overdr. in :. ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος ingegraven behuizing die me altijd zal bewaken Soph. Ant. 892.