λινόδετος

From LSJ
Revision as of 14:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνόδετος Medium diacritics: λινόδετος Low diacritics: λινόδετος Capitals: ΛΙΝΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: linódetos Transliteration B: linodetos Transliteration C: linodetos Beta Code: lino/detos

English (LSJ)

ον, (δέω)

   A bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.

German (Pape)

[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρό-δετος, ταυρό-δετος].

Greek Monotonic

λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.

Middle Liddell

λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.