τρεισκαίδεκα
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τά, first as three words, later as one,
A thirteen: gen. τριῶν καὶ δέκα Th.2.97, IG12.372.87, etc.: dat. τρισὶ καὶ δέκα Th.8.108, D.9.25, IG22.1673.7, etc.: acc. neut. τριακαίδεκα (or τρία καὶ δέκα) Hdt.1.119, Ar.Pl.194,846, Pax990:—sts other words are interposed, τρεῖς τε καὶ δ. Pi.O.1.79, but μέν follows τρισκαίδεκα in B.10.92 and δέ in Th.3.79 (s. v. l., δέ om. codd. BM):— the form τρισκαίδεκα (acc. masc. and fem.) is found in codd. of Hom. Il.5.387, Od.24.340 (in Od. τρεισκαίδεκα, διὰ διφθόγγου γράφουσι τὰ τῶν ἀντιγράφων ἀκριβέστερα Eust. ad loc.); also of Pi.Fr.135 (v. l.), B. l. c. (Pap.), Ar.Ra.50, X.HG5.1.5, Th.3.69,79, 8.88 (τρεῖς καὶ δέκα cod. B); τρισκαίδεκα as gen., Hp.Mul.2.133 (τρεισ- cod. D), Is.8.35; as dat., Th.8.22 codd.:—early Inscrr., however, never have τρισκαίδεκα, but τρεῖς [τρε̄ς] καὶ δέκα ἡμέραι IG12.295.11 (v B. C.); στατῆρας τρεισκαίδεκα SIG241 B101 (Delph., iv B. C.); τρε[ισκαί]δεκα πόλεων ib.368B1 (iii B. C.); λίθων τρεισκαίδεκα IG7.3073.134 (Lebad., ii B. C.); so that τρισκαίδεκα should be corrected in all early texts (in spite of Choerob. in An.Ox.2.267) either to τριῶν καὶ δ., etc., or to τρεισκαίδεκα: the same applies to the following compds.: v. τρεισκαιδέκατος.
Greek (Liddell-Scott)
τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τά, δεκατρεῖς, δεκατρία, Πίνδ., Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.˙ ἄλλοτε φέρεται ὡς μία λέξις, καὶ ἄλλοτε διῃρημένως˙ γενικ. τριῶν καὶ δέκα Θουκ. 2. 97, Ἰσαῖ., κλπ.˙ δοτικ. τρισὶ καὶ δέκα Θουκ. 8. 180, Δημ., κλπ.˙ ἐνίοτε δὲ παρεντίθενται ἄλλαι λέξεις, τρεῖς γε καὶ δέκα, τρεῖς δὲ καὶ δέκα, Πινδ. Ο. 1. 127, Θουκ. 3. 79˙ - ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ ἀκλίτου τύπου τρισκαίδεκα (ἐν παντὶ γένει καὶ πάσῃ πτώσει), Ἰλ. Ε. 387, Ὀδ. Ω. 340 (ἐν τῇ Ὀδ. μετὰ διαφόρ. γραφῆς τρεισκαίδεκα, ἥτις ἠδύνατο νὰ ὑπάρχῃ καὶ ἐν τῇ Ἰλ.)˙ οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 50, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 5, καὶ συχν. ὡς διάφορ. γραφ. ἀντὶ τρεισκαίδεκα, π. χ. Θουκ. 3. 69., 8. 88˙ τρισκαίδεκα ὡς γεν., Ἱππ. 652. 6, Ἰσαῖ. 72. 40˙ ὡς δοτ., Θουκ. 8. 22, κλπ.
French (Bailly abrégé)
τρεισκαίδεκα, τριακαίδεκα;
treize.
Étymologie: τρεῖς, καί, δέκα.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, τριακαίδεκα, τὰ, δ. γρφ. αρσ. θηλ. και ουδ. τρισκαίδεκα, Α
δεκατρείς, δεκατρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρεῖς, τρία + καί + δέκα.
Greek Monotonic
τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τρια-καί-δεκα, τά, δεκατρείς, δεκατρία, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης γραμμένο ξεχωριστά, γεν. τριῶν καὶ δέκα, δοτ. τρισὶ καὶ δέκα κ.λπ.· επίσης χρησιμοποιείται και ο άκλιτος τύπος τρισκαίδεκα σε όλα τα γένη και σε όλες τις πτώσεις, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τρεισκαίδεκα: οἱ, αἱ, τριακαίδεκα τά, эп. τρισκαίδεκα οἱ, αἱ, τά тринадцать Hom. etc.
Middle Liddell
thirteen, Hdt., attic; also written divisim, gen. τριῶν καὶ δέκα, dat. τρισὶ καὶ δέκα, etc.:—an indecl. form τρισκαίδεκα occurs, in all genders and cases, Hom., Ar., etc.