αὐλαία

From LSJ
Revision as of 20:20, 4 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή)

   A curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; esp. in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in pl., screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cortina, lienzo οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139, ἐρεᾶ PCair.Zen.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. Michel 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.Char.5.9, Plb.33.5.2, Plu.Alex.49, Them.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. αὐλεία.
2 quizá telón de teatro Men.Fr.684.
3 arpillera para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.Bel.95.34.
4 especie de toldo o toldillo en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ PRyl.558.3 (III a.C.).
5 red de caza πρὸς θήρας Plu.Alex.40.

Greek Monolingual

η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.

Russian (Dvoretsky)

αὐλαία:
1) завеса, занавес Polyb., Plut.;
2) ковер Plut.