ἕλκωσις
Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ulceration, Hp.Aph.3.21, Th.2.49, Ph.2.1co; of plants, Thphr.CP1.14.2,al.
German (Pape)
[Seite 800] ἡ, das Verwunden, die Eiterung; ἑλκώσεως ἰσχυρᾶς ἐγγιγνομένης Thuc. 2, 49; Medic. – Auch von Bäumen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἕλκωσις: -εως, ἡ, ὁ σχηματισμὸς ἕλκους, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Θουκ. 2. 49.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ulcération.
Étymologie: ἑλκόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Aret.CD 2.3.1; plu. nom. -ιες Hp.Aph.3.21]
1 medic. ulceración ἑλκώσεως αὐτῇ (τῇ κοιλίᾳ) ἰσχυρὰς ἐγγιγνομένης Th.2.49, ἕ. δὲ καὶ κυήσεως ἀρχή ref. al desgarro del himen, Plu.2.769e, ἕνεκεν ... τῶν πυρωδῶν ἑλκώσεων Ptol.Tetr.3.13.15, gener. c. gen. o constr. prep. στομάτων ἑλκώσιες Hp.l.c., Gal.17(2).620, cf. Gp.12.17.12, τῶν νεφρῶν ἢ τῆς κύστιος ἕ. Hp.Aph.4.75, cf. Gal.8.4, 17(2).777, Aret.l.c., Steph.in Hp.Progn.262.16, κατὰ τῆς δορᾶς ἁπάσης ἕ. Ph.2.100, πρὸς τὰς ἐν ὑστέρᾳ ἑλκώσεις Dsc.1.45.2, cf. 77.3, φθίσις ἐστὶ κυρίως ἕ. τοῦ πνεύμονος Aët.8.75, cf. 49.
2 bot. incisión, corte, herida en la poda de árboles εἰς βάθος ἡ τρῶσις καὶ ἕ. Thphr.HP 4.16.1, en la poda de una viña ἐκ τῆς ἑλκώσεως τῆς περὶ τὴν τομήν Thphr.CP 5.12.8, cf. 1.14.2.
Greek Monotonic
ἕλκωσις: -εως, ἡ (ἑλκόω), σχηματισμός έλκους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἕλκωσις: εως ἡ изъязвление, нагноение Thuc., Arst., Plut.
Middle Liddell
ἕλκωσις, εως ἑλκόω
ulceration, Thuc.