κελευσμός

From LSJ
Revision as of 14:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμός Medium diacritics: κελευσμός Low diacritics: κελευσμός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: keleusmós Transliteration B: keleusmos Transliteration C: kelefsmos Beta Code: keleusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A order, command, E.IA1130, Cyc.653 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1415] ὁ, das Befehlen, der Befehl, οὐδὲν κελευσμοῦ δεῖ Eur. I. A. 1130, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμός: ὁ, πρόσταγμα, παραγγελία, παράγγελμα, παρόρμησις, Εὐρ. Ι. Α. 1130, Κύκλ. 653.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ordre, commandement.
Étymologie: κελεύω.

Greek Monolingual

κελευσμός, ὁ (Α)
πρόσταγμα, παράγγελμα, προτροπή, παρόρμηση («οὐδὲν κελευσμοῡ δεῑ με», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. κέλευσμα.

Greek Monotonic

κελευσμός: ὁ (κελεύω), διαταγή, προσταγή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κελευσμός: ὁ Eur. = κέλευσμα 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευσμός -οῦ, ὁ [κελεύω] bevel.

Middle Liddell

κελευσμός, οῦ, κελεύω
an order, command, Eur.