διῶρυξ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ῠχος (sts. in Pap., BGU543.7 (i B. C.), etc.; later Gr. more freq. ῠγος PPetr.3p.60 (iii B. C.), Tab.Heracl.1.59, PTeb.72.72 (ii B. C.), J.Vit.31, etc.), ἡ (ὁ, PRyl.154.18):—
A trench, conduit, canal, Hdt.1.75, Hp.Aër.15, Th.1.109, etc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.3.146; = fossa, Plu.Fab.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διῶρυξ: -ῠχος (καὶ παρὰ μεταγεν. -ῠγος, ἴδε Λοβ. Φρύν. 230), ἡ·- αὖλαξ, χάνδαξ, τάφρος, Ἡρόδ. 1. 75, Ἱππ. Ἀέρ. 290, Θουκ. 1. 109, κτλ.·κρυπτὴ δ., ὑπόγειος ὀχετός, Ἡρόδ. 3. 146. - Πρβλ. καὶ Κόντ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 321. 323.
French (Bailly abrégé)
υχος (ἡ) :
fossé (tranchée, canal, mine, etc.) : διῶρυξ κρυπτή HDT conduit souterrain.
Étymologie: διορύσσω.
Spanish (DGE)
-υχος, ἡ
• Alolema(s): διόρ- Hsch.ε 2702
• Morfología: [masc. SEG 35.1483A.8, B.7 (Termas de Hímera II/I a.C.), PRyl.154.18 (I d.C.); decl. sobre διώρυγος TEracl.1.59 (IV a.C.), PPetr.3.28re.(e).20 (III a.C.), PTeb.72.72 (II a.C.), IGDS 202 (Termas de Himera II/I a.C.), SEG ll.cc.]
1 canal, conducto de agua en obras hidraúlicas artificiales, Hdt.1.75, Th.1.109, en zonas pantanosas, Hp.Aër.15, TEracl.l.c., Hsch.l.c., ἐκ ποταμοῦ πρὸς ποταμὸν διώρυχες εἰς διάπλουν Lib.Or.11.201, esp. para el riego en regiones y zonas desérticas, Plb.9.43.2, LXX Ie.38.9, PPetr.l.c., PTeb.l.c., POxy.3462.2 (I a.C.), Mela 3.80, PRyl.l.c., PBeatty Panop.2.223 (III d.C.), PWash.Univ.7.6 (V/VI d.C.), para conducción de agua y alcantarillado en instalaciones urbanas δ. γναφικός SEG ll.cc., IGDS l.c., asociado a un culto de Asclepio Ἀσκληπιῷ Ἐπιδαυρίῳ ... διώρυγα κατοικοῦντι IApameia 5.6 (II d.C.), cf. Διορυγείτης
•canal portuario τὸ τῆς διώρυχος στόμα Pl.Criti.117e.
2 pasadizo subterráneo κρυπτὴ δ. ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν Hdt.3.146
•táct. mina en el asedio de ciudades, Polyaen.4.18.1.
3 trinchera, foso para la caza, Plu.Fab.1.
Greek Monotonic
διῶρυξ: -ῠχος, ἡ (διορύσσω), αυλάκι, χαντάκι, τάφρους, αγωγός, κανάλι, σε Ηρόδ., Θουκ.· κρυπτὴ δ., υπόγειος οχετός, αγωγός, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
διῶρυξ: ῠχος и ῠγος ἡ ров, канал Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut.: δ. κρυπτή Her. потайной подземный ход.
Middle Liddell
n διορύσσω
a trench, conduit, canal, Hdt., Thuc.; κρυπτὴ δ. an underground passage, Hdt.