ξυστήρ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A scraper, rasp, file, Hp.VC14, Gal.10.445 ; polishing instrument, = λίστρον, Sch.D Od.22.455, Hsch.s.v.λίστρον ; graving tool, AP6.205 (Leon.), Daimach.4 J., Plu.2.350e ; ξ. λεῖος Inscr.Délos 504 (iii B. C.) ; ξ. ἱερός IG7.3498.11 (Oropus, iii/ii B. C.). II part of the external ear, Gal.14.701. III a kind of eye-salve, Aët.7.115.
German (Pape)
[Seite 283] ῆρος, ὁ, der Schabende, Kratzende, Suid. – Ein Werkzeug zum Schaben, Kratzen, Schabemesser, Leon. Tar. 4 (VI, 205), unter den τέκτονος ἄρμενα genannt.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ξύων, ξυήλη, κνῆστις ἢ ῥίνη, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· γλυπτικὸν ὄργανον, Λατ. scalprum, ὡς τὸ κολαπτήρ, Ἀνθ. Π. 6. 205, πρβλ. Πλούτ. 2. 350D· πρβλ. ἐξαυστήρ. - Ὑποκορ. ξυστηρίδιον, Α. Β. 51.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
racloir, grattoir.
Étymologie: ξύω.
Greek Monotonic
ξυστήρ: -ῆρος, ὁ (ξύω), εργαλείο γλυπτικής, ξύστρα, ξυήλη, Λατ. scalprum, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ξυστήρ: ῆρος ὁ скребок, скобель Anth.