ἔκθετος

From LSJ
Revision as of 16:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκθετος Medium diacritics: ἔκθετος Low diacritics: έκθετος Capitals: ΕΚΘΕΤΟΣ
Transliteration A: ékthetos Transliteration B: ekthetos Transliteration C: ekthetos Beta Code: e)/kqetos

English (LSJ)

ον,

   A sent out of the house, sent away, E.Andr.70 ; exposed, of a child, Act.Ap. 7.19, Man.6.52 ; cast away, Hsch.    II projecting, salient, Sor.1.68; opp. κρυπτός, Heliod.(?)ap.Orib.49.4.23.    b neut., ἔκθετον, τό, = ἐκθέτης, Al.Ez.42.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθετος: -ον, ὁ ἐκτεθείς, ὁ τεθεὶς ἔξω, ὁ ἐκριφθείς, ἐπὶ ἐκτιθεμένων βρεφῶν ἢ παίδων, ἔκθετος γόνος Εὐρ. Ἀνδρ. 70· «ἔκθετα· ἐκριπτόμενα» Ἡσυχ.· ἔκθετον βρέφος Μανέθ. 6. 52, ἔκθετα τέκνα 97, ἔκθετοι ἐκ πατρὸς οἴκων 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exposé.
Étymologie: ἐκτίθημι.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 expulsado, exiliado γόνος E.Andr.70, ἔκθετοι ἢ αἰχμάλωτοι Vett.Val.101.8.
2 de hijos expósito, abandonado βρέφη Act.Ap.7.19, τέκνα Man.6.97, cf. 52, 63, Hsch.
II 1saliente ἄξων Sor.2.1.41
que sobresale op. κρυπτός Heliod.(?) en Orib.49.4.22, 23.
2 arq., subst. τὸ ἔ. balcón o galería Al.Ez.42.3.
3 subst. τὰ ἔκθετα sent. dud., quizá frutos expuestos al sol, frutos secados quizá dátiles PSoterichos 4.18 (I d.C.) en BL 9.323.
III 1subst. ἡ ἔ. asignación, suma o cantidad asignada, PHeid.414.8, 38 (II a.C.).
2 publicado, expuesto en lugar público ἐκθέτου οὔσης τῆς προθέσεως SB 5252.19 (I d.C.).

English (Strong)

from ἐκ and a derivative of τίθημι; put out, i.e. exposed to perish: cast out.

English (Thayer)

ἐκθετον (ἐκτίθημι), cast out, exposed: ποιεῖν ἔκθετα (equivalent to ἐκτιθεναι) τά βρέφη, Euripides, Andr. 70; (Manetho, apoteles. 6,52).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκθετος, -ον)
1. (για βρέφος) αυτός που εγκαταλείφθηκε
2. το ουδ. ως ουσ. το έκθετο
εγκαταλελειμμένο παιδί
νεοελλ.
1. αυτός που αφέθηκε στην επίδραση εξωτερικού παράγοντα («ἐκθετος στον αέρα»)
2. ανυπεράσπιστος («ο πρωθυπουργός άφησε έκθετο τον υπουργό του»)
αρχ.-μσν.
αυτός που τοποθετείται στην ύπαιθρο, έξω από το σπίτι
αρχ.
1. αυτός που προεξέχει
2. το ουδ. ως ουσ. τo ἔκθετον
ο εξώστης.

Greek Monotonic

ἔκθετος: -ον (ἐκτίθημι), εκτεθειμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκθετος: отосланный прочь, удаленный (из дому) (ὁ γόνος Eur.).

Middle Liddell

ἔκθετος, ον ἐκτίθημι
exposed, Eur.

Chinese

原文音譯:œkqetoj 誒克-帖拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-安置
字義溯源:逐出,遺棄,放棄,丟棄;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(τίθημι)*=設立,安放)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 丟棄(1) 徒7:19