προαναλαμβάνω
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
English (LSJ)
A lift up first, τὸ σῶμα cj. in Sor.2.38; take up before, είς τὴν ἕξιν Ath.2.45e (Pass.), cf. BGU421.14 (Pass., ii A.D.). 2 take up a narrative at an earlier point, βραχὺ τοῖς χρόνοις π. τὴν ἱστορίαν D.S.17.5. 3 prepare, mix with, τινι Philum. ap. Aët.16.38:—Pass., cj. in Sor.1.122. II anticipate, forestall, J.AJ16.4.4.
German (Pape)
[Seite 707] (s. λαμβάνω), vorher aufnehmen, Sp., z. B. προαναληφθῆναι Ath. II, 45 d.
Greek (Liddell-Scott)
προαναλαμβάνω: ἀναλαμβάνω πρότερον, εἴς τι Ἀθήν. 45Ε· ― ἀναλαμβάνω διήγησιν ἐκ προτέρου τινὸς σημείου, Διόδ. 17. 5. ΙΙ. προκαταλαμβάνω, ἐκπλήττω. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 4, 4.
Greek Monolingual
Α ἀναλαμβάνω
1. λαμβάνω κάτι για πρώτη φορά
2. σηκώνω προηγουμένως κάτι ψηλά
3. αναλαμβάνω διήγηση από κάποιο προηγούμενο σημείο
4. παρασκευάζω κάτι αναμιγνύοντας
5. μτφ. προκαταλαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
προᾰνᾰλαμβάνω: начинать издалека (о речи, рассказе) (τὴν ἱστορίαν Diod.).