πραγματευτής

From LSJ
Revision as of 18:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πραγμᾰτευτής Medium diacritics: πραγματευτής Low diacritics: πραγματευτής Capitals: ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pragmateutḗs Transliteration B: pragmateutēs Transliteration C: pragmateftis Beta Code: pragmateuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A business representative, = Lat. actor, Plu.2.525a, PColumb. in JEA18.16 (ii A. D.), PMasp.158.17 (v A. D.), etc.; π. Πτολεμαίου his agent or attorney, CIG4299 (Antiphellus), cf. 3104 (Teos), IG14.2057, OGI525.3 (Halic.), PTeb.357.5 (ii A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 693] ὁ, der ein Geschäft betreibt, Geschäftsmann, auch Handelsmann, Suid. erkl. ἔμπ ορος, vgl. Schol. Ar. Plut. 521; Plut. öfter, der es mit τοκιστής u. τραπεζίτης vrbdt, de cupd. div. 4.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτευτής: -οῦ, ὁ, ἄνθρωπος τοῦ ἐμπορίου, ἔμπορος, πραγματευτής, Λατ. negociator, Πλούτ. 2. 525Α, κτλ.· πρ. Πτολεμαίου, ὁ πράκτωρ αὐτοῦ ἢ πληρεξούσιος, Συλλ. Ἐπιγρ. 4299.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
négociant, commerçant.
Étymologie: πραγματεύομαι.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πραματευτής, Ν πραγματεύομαι
έμπορος, κυρίως πλανόδιος («ευρίσκετο εις τα μέρη της Περσίας ένας πλούσιος πραγματευτής», Αραθ. Μυθ.)
νεοελλ.
παροιμ. «βάζει κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για κάποιον που κάνει τον σπουδαίο
αρχ.
αντιπρόσωπος ή πληρεξούσιος ενός προσώπου («πραγματευτὴς Πτολεμαίου», επιγρ.).

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτευτής: οῦ ὁ торговец, купец Plut.