Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνυχίζω

From LSJ
Revision as of 13:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνῠχίζω Medium diacritics: ὀνυχίζω Low diacritics: ονυχίζω Capitals: ΟΝΥΧΙΖΩ
Transliteration A: onychízō Transliteration B: onychizō Transliteration C: onychizo Beta Code: o)nuxi/zw

English (LSJ)

   A pare the nails. in Med., Jul.Mis.339b, Iamb.VP28.154 : aor ὠνυχισάμην LXX 2 Ki.19.24(25) :—Pass., ὠνυχισμένος with one's nails pared, Cratin.455.    II ὀ. ὄνυχας to have the hoof cloven, LXX Le.11.7, al.    III examine with the nail, examine closely, Artem.4 Prooem., Jul.Or.5.162c : fut. ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει, Hsch. :—Pass., ὀνυχίζεται, expld. by Phot. ἀκριβολογεῖται, Ar.Fr.834.    IV overreach, ἐν τῇ συνηθείᾳ -ίζεσθαί φαμεν τὸν ἐπὶ βλάβῃ ὑπό τινος ἐξαπατηθέντα Artem.1.22.

German (Pape)

[Seite 351] Klauen, Hufe, bes. Nägel beschneiden. – Med. sich die Nägel beschneiden, VLL.; vgl. Lob. zu Phryn. 289; ὁ ὠνυχισμένος ἐπὶ τοῦ τετμημένου τοὺς ὄνυχας, B. A. 13, 17 aus Cratin. – Uebertr., wie ἐξονυχίζειν, mit den Nägeln genau, sorgfältig untersuchen, eigtl. ob Alles genau gearbeitet ist, Clem. Al.; ἐξετάζειν τὸ πρᾶγμα ὑποκείμενον, B. A. 13; VLL. erkl. ἀκριβολογέω. – Auch = Einen berücken, bevortheilen, Artemid. 1, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῠχίζω: κόπτω τοὺς ὄνυχας: Παθ. ὠνυχισμένος, ἔχων κεκομμένους τοὺς ὄνυχας, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 127· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 289. ΙΙ. ὀνυχίζω ὄνυχας, ἔχω τὸν ὄνυχα διῃρημένον, «καὶ τὸν ὗν, ὅτι διχηλεῖ ὁπλῆν τοῦτο καὶ ὀνυχίζει ὄνυχας ὁπλῆς» Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). ΙΙΙ. ἐξετάζω διὰ τῶν ὀνύχων, ἐξετάζω ἐκ τοῦ πλησίον, Ἀρτεμίδωρ. 4, ἐν τῷ προοιμίῳ, Κλήμ. Ἀλ. 190. - Παθητ., ὀνυχίζεται, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Φωτίου ἀκριβολογεῖται, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 660.· - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνυχιεῖ· ἐπιμελῶς ἐξετάσει»· πρβλ. ὄνυξ Ι. 3.

Greek Monolingual

ὀνυχίζω (Α) [όνυξ, -υχος (Ι)]
1. (ενεργ. και μέσ.) κόβω τα νύχια
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι με μεγάλη επιμέλεια, διερευνώ επακριβώς, εξονυχίζω
β) μέσ. απατώ, εξαπατώ
3. φρ. «ὀνυχίζω ὄνυχας»
(για ζώο) έχω την οπλή διαιρεμένη, δηλ. σχισμένη
4. (κατά τον Φώτ.) «ονυχίζεται
ακριβολογείται».