φιλιόω
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
A make a friend of, ἐχθρούς Cyran.22:—Pass., become friends, Aesop.298, Sch.A.Th.767; censured by Poll.1.154: metaph., φιλιοῦται ψυχῇ σῶμα Alex.Aphr.Pr.2.67.
German (Pape)
[Seite 1278] spätere Form statt φιλόω, zum Freunde machen, pass. Freund werden, Aesop. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιόω: μεταγεν. τύπος ἀντὶ φιλόω, κάμνω τινὰ φίλον, δυνάμεις ἔχει φιλιούσας Τζέτζ. ἐν Ὁμ. Ἀλληγ., περὶ τοῦ Ἑρμοῦ. ― Παθητ., γίνομαι φίλος μετά τινος, φιλιώνομαι, «ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλιωθέντες» Αἰσώπ. Μῦθ. 1 τοῖς... προφήταις φιλιωθήσομαι Κλήμ. Ρώμ. Ὁμιλ. 1, 3, Εὐστ., κλπ.· ἀποδοκιμάζεται ὡς ἰδιωτικὸν ὑπὸ Πολυδ. Α΄, 154.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lier amitié ; Pass. devenir ami.
Étymologie: φίλιος.