προσκαίω

From LSJ
Revision as of 11:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαίω Medium diacritics: προσκαίω Low diacritics: προσκαίω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΙΩ
Transliteration A: proskaíō Transliteration B: proskaiō Transliteration C: proskaio Beta Code: proskai/w

English (LSJ)

Att. προσκάω: aor.

   A προσέκαυσα Ar.V.828:—set on fire or burn besides, l.c.; [τὰ ἑψόμενα] Arist.GA767a20; τὴν δᾷδα Thphr. HP9.3.4; ὄψον προσκέκαυκε Alex.124.3:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.V.939 (nisi leg. -κεκλημένα), cf. Arist.Mete. 381a27: metaph., to be in love with . ., ἰσχυρῶς προσεκαύθη X.Smp.4.23.

German (Pape)

[Seite 767] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαίω: Ἀττικ. -άω· μέλλ. -καύσω, καίω προσέτι, [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· ὄψον προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαύσω, ao. προσέκηα, pf. προσκέκαυκα ; pf. Pass. προσκέκαυμαι, etc.
faire cuire, faire chauffer.
Étymologie: πρός, καίω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. προσκάω Α καίω
1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», Αριστοτ.)
2. φρ. «προσκαίομαί τινι»
μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.).

Greek Monotonic

προσκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον — Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προσκαίω: атт. προσκάω
1) обжигать (τὴν χύτραν Arph.);
2) пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; τοὖψον Plut.);
3) воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л.

Middle Liddell

attic -κάω fut. -καύσω
to set on fire or burn besides:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.: metaph., προσκαίεσθαί τινι to be in love with . . , Xen.